Οι μεσημβρινοί της ζωής: Άγνωστη χώρα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 10 ] μάτια και από τις άκρες των χειλιών. Τα μαλλιά της ήταν κομμένα κοντά –ωραία ξανθάμαλλιά, στολισμέναμε εκατομμύριαασημένιες τρίχες–, που τα έστρωνε κάθε τόσο με το χέρι της ώστε να μένουν πίσωαπό τααυτιά, ενώστα χέριαφορούσε τηβέρα της και έναμικρό χρυσό δαχτυλίδι με μια κατακόκκινη τετράγωνη πέτρα. Η άλλη, απέναντί της, στην ίδια ηλικία πάνω κάτω –δεν θα ’χαν φτάσει τα εξήντα ∙ κι αν ναι, δεν θα ήταν πολύ καιρό πριν–, ήταν το ακριβώς αντίθετο: κοντούλα και στρουμπουλή, με πρόσωπο φεγ- γάρι, χωρίς ίχνος ρυτίδας, μελαχρινή, με μακριά μαλλιά, που τα είχε μαζεμένασε έναν χαλαρόκότσο.Τα χείλη της, σαρκώδηκαι πλούσια, με κόπο τα συγκρατούσε κλειστά – αυτά τα χείλη είχαν μάθει όλο να χαμογελάνε, σε καλούς και σε κακούς καιρούς. −Λοιπόν; ρώτησεμε ένααχνόχαμόγελοτηνοικοδέσποινα. Ξέρεις κάτι; Έμαθες κάτι καινούργιο; −Τίποτα..., απάντησε εκείνη σκεφτική. Τίποτ’ άλλο. Δεν ξέρω τι να κάνω... Θα τρελαθώ... και εγώ και εκείνος... Έπεσε πάλι σιωπή, και αμήχανα βλέμματα σάρωσαν τη σάλα, και μια, και δυο, και τρεις φορές. Μεγάλη σάλα, επιπλωμένη με γούστο και γεμάτη με οικογενειακές φωτογραφίες, παλιές και πιο καινούργιες, μικρές και πιο μεγάλες. Βασικοί πρωταγωνιστές στις περισσότερες, ένα χαριτωμένο αγοράκι και ένας όμορφος, ευθυ- τενής άντρας. Και μερικές άλλες, οι περισσότερες κιτρινισμένες από τον χρόνο, με πολλά πρόσωπα: μια κιτρινισμένη φωτογραφία γάμου, ένα καΐκι με μια τριμελή οικογένεια πάνω, το πορτρέτο μιας εκτυφλωτικά όμορφης κοπέλας –που μπορεί και να ήταν η οικο- δέσποινα, αυτή η ψηλή και αδύνατη–, μια άλλη νυφιάτικη –έγχρω- μη–, με τον γαμπρό και τη νύφη να χαμογελάνε πλατιά, ένα μεγά- λο καράβι που το φουγάρο του έβγαζε καπνό, και άλλες, άλλες

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=