Οι μεσημβρινοί της ζωής: Άγνωστη χώρα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 9 ] Τρεις κουταλιές ζάχαρη Τ ο τραπέζι ήταν στρωμένο με έναφίνο λινό στο χρώμα του άγου- ρου φιστικιού, κεντημένο με ωραία κοφτά σχέδια – κυπαρισσί και λευκή η κλωστή που είχε διαλεχτεί κάποτε για να το κεντήσουν. Πάνω του ήταν ακουμπισμένο –ευλαβικά, θαρρείς– ένα υπέρο- χο σερβίτσιο τσαγιού από πορσελάνη Σεβρών εκτυφλωτικά άσπρη, με πράσινα και χρυσά τελειώματα, και ένα μικρό βάζο από απόλυτα διάφανοκρύσταλλο, μεμικράκρινάκιατουβουνούπουσκορπούσαν ένα διακριτικό άρωμα. Μόλις η γυναίκα με τα ρυτιδιασμένα χέρια και τις πανάδες σερ- βίρισε το τσάι που άχνιζε, το άρωμα των κρίνων εξαφανίστηκε, γιατί επισκιάστηκε από εκείνο του τσαγιού. – Ζάχαρη; ρώτησε, κρατώντας το πιάτο και τοφλιτζάνι μετέωρα. –Τρεις κουταλιές, ευχαριστώ, είπε η άλλη και στριφογύρισε στην πολυθρόνα της. Ήπιαν μερικές καυτές γουλιές στη σιωπή. Μέσα στη σάλα δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο από κάτι μικρά τσακ και τσικ καθώς ακου- μπούσαν οι πορσελάνες μεταξύ τους, όσες φορές επέστρεφε το φλιτζάνι στη βάση του, αφού είχε ακουμπήσει στα χείλη τους. Χείλη στεγνά, αγέλαστα, σφιγμένα. Και άβαφα. Η οικοδέσποινα φορούσε ένα απλό μαύρο φόρεμα. Ήταν ψηλή και αδύνατη, σχεδόν ξερακιανή, και το πρόσωπό της –ένα πρόσωπο με αριστοκρατική ομορφιά, με γαλάζια μάτια και ωραία χαρακτηρι- στικά– ήταν στολισμένο με λεπτές λεπτές ρυτίδες γύρω από τα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=