Οι μεσημβρινοί της ζωής: Άγνωστη χώρα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 25 ] ότι τόση ώρα ζητούσε βοήθεια, ένιωσε τα μάγουλά του στεγνά και κρύα–αν κάποιος σεφιλάει όλη τηνώρα, ταμάγουλασου είναι ζεστά και υγρά– και κοίταξε τον πατέρα σοβαρός. – Να μου βρεις άλλη μανούλα, μπαμπά, του είπε. Θέλω κάποια ναμεφιλάει πραγματικά! Δεν θέλωφιλιάαπό τον ουρανό! Θέλωαπό δω, από δίπλα..., και έδειξε τυχαία μια μεγάλη κόκκινη πολυθρόνα. Αυτό δεν το είχε φανταστεί ο άντρας. Πόσο μπορεί να υπέφερε το παιδί του, πόσο μόνο του μπορεί να ήταν... Κι ας πίστευε πως του πρόσφερε τα πάντα – αγάπη, παιχνίδι, νταντάδες, βόλτες... Πώς να αντικαταστήσεις μια μάνα; Με πόσα παγωτά και με πόσα τρενάκια ανταλλάσσεται η αγάπη της; – Θέλεις να βρούμε άλλη μανούλα; ρώτησε, για να καταλάβει καλύτερα τα λόγια του παιδιού, με την ελπίδα ότι είχε κάνει λάθος, ότι ο μικρός εννοούσε κάτι άλλο. «Ναι» έγνεψε το κόκκινο κεφαλάκι. Σκέφτηκε ο άνθρωπος ότι νέος ήταν, πετυχημένος, λεφτά πολλά έβγαζε, θα μπορούσε να δια- λέξει μια γυναίκα, από τη δουλειά του ίσως, ή από τον κύκλο του, όμως... Κοίταξε τον γιο του: έξι χρονών παιδί και δεν γνώριζε ελλη- νικά, ούτε ήξερε κατάπού έπεφτε ηΕλλάδα–δικό του λάθος, βέβαια, αυτό. − Θα σου μάθω ελληνικά, του είπε, και το αγόρι τον κοίταξε πε- ρίεργα. Θα μάθουμε ελληνικά και θα πάμε στο χωριό μου, στην Ελλάδα, να δούμε και τι απόγιναν οι δικοί μου τώρα που τέλειωσε ο Μεγάλος Πόλεμος. Θα πάμε να βρούμε μια μανούλα... − Εντάξει, μπαμπά, απάντησε το παιδί, χωρίς να καταλαβαίνει απόλυτα τι είναι να βρεις καινούργια μανούλα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=