Οι μεσημβρινοί της ζωής: Άγνωστη χώρα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 24 ] −Ημανούλα σου..., είπε ο πατέρας και έδειξε προς τη ζωγραφιά, ήταν μια πολύ καλή... και πολύ όμορφη κοπέλα... που αγαπούσε και εσένα και εμένα πολύ... όμως... δυστυχώς... οΘεός... την πήρε κοντά Του... Κι άλλη φορά είχε ακούσει τέτοιες ιστορίες ο μικρός, ότι ο καλός Θεός είχε πάρει κάποιον κοντά Του, είχε ακούσει και για παιδάκια εκτός από μανούλες, αλλά δεν καταλάβαινε γιατί, αφού οΘεός ήθε- λε να πάρει μια μανούλα ή ένα παιδάκι, δεν τους έπαιρνε μαζί, ώστε να έχει το παιδάκι τη μανούλα του και να μη μένουν μόνοι και κλαί- νε χωριστά. Δεν είπε όμως τίποτα, περίμενε μόνο. −Την αγαπούσαπολύ, συνέχισε ομπαμπάς του, πάραπολύ, όπως σ’αγαπούσαμε κι εσένα... Ήμασταν ευτυχισμένοι οι τρεις μας... όλο γέλια και χαρές... και φιλιά... Ξέρεις πόσα φιλιά τη μέρα σού έδινε η μανούλα; − Πόσα; είπε το παιδί, με το κεφάλι ακόμη σκυμμένο. − Χιλιάδες! Εκατομμύρια! Όλη την ώρα σε φιλούσε..., έσπασε η φωνή του πατέρα – μάλλον προσπαθούσε να μην κλάψει. Κάτι έκανε κρακ στην καρδούλα του μέσα. Αχ, πώς έχασε τόσα φιλιά; Ποιον να φιλάει τώρα η μανούλα του εκεί ψηλά; Σαν να άκουσε τις σκέψεις του, ο πατέρας συμπλήρωσε: – Και τώραόμως... είμαι σίγουρος ότι από κει ψηλάπουσε βλέπει, γιατί σε βλέπει όλη μέρα, σου στέλνει τα φιλιά της... Είμαι σίγουρος ότι σου τα στέλνει... – Κι εγώ είμαι σίγουρος, είπε ο μικρός, για να μην τον στενοχω- ρήσει κι άλλο, αφού έβλεπε τα μάτια του δακρυσμένα – δεν ήθελε να κλάψει ο μπαμπάς του, όχι, αυτό δεν το ήθελε καθόλου. Σηκώθηκε το παιδί από τη ζεστή αγκαλιά, πήγε να πιάσει ένα μολυβένιοστρατιωτάκι πουήταν πεσμένοστο χαλί και τουφαινόταν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=