Αδελφικό

12 ΒΑΣΙΑ ΤΖΑΝΑΚΑΡΗ τιέμαι πώς...» είπε και η φωνή του έσβησε. Ο θείος Κίμων ήταν χειρουργός, συχνά πυκνά όμως ανέφερε πως η πραγ- ματική του επιθυμία ήταν να γίνει κτηνίατρος. Κοίταξα το κουφάρι της γάτας λυπημένος. Ένας Θεός ήξερε πώς είχε πιαστεί στη χάρτινη παγίδα, ποια συγκυρία τα έφερε έτσι ώστε να καταπλακωθεί, όπως φαινόταν, από μια στοίβα εφημερίδες, να πεθάνει –κοιμισμένη, ήλπιζα, κι όχι πάνω στην έξαψη του κυνηγιού ενός ποντικού–και να μείνει εκεί, σαν λουλούδι κολλημένο σε φυτολόγιο. Ο θείος Κίμων τη σκέπασε ξανά με τις εφημερίδες που είχαν το χρώμα του κάτουρου και φύγαμε βιαστικοί, αμίλητοι. Στον δρόμο για το σπίτι, συλλογιζόμουν πώς ήταν δυνατόν η μυρωδιά του παλιού χαρτιού να σκεπάζει εκείνη της σήψης – ήμουν πά- ντως ευγνώμων γι’ αυτό. Πριν από λίγες μέρες, καθώς διάβαζα την κυριακάτικη εφημερίδα μου, καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας, πίνο- ντας σκέτο νες, έπεσα σε μια είδηση που μου έκανε εντύ- πωση: Σ’ ένα μικρό χωριό της Ρωσίας οι κάτοικοι έπεφταν σε βαθύ ύπνο, χάνοντας τις αισθήσεις τους για μέρες. Όταν ξυπνούσαν, οι άντρες είχαν στύση που δεν υποχωρούσε και τα παιδιά παραισθήσεις: στα μάτια τους η μητέρα τους είχε προβοσκίδα, τα άλογα φτερά και τα ψάρια σπαρταρούσαν στο τηγάνι τραγουδώντας άριες. Ήμουν βέβαιος ότι θα υπήρ- χε μια λογική εξήγηση, ίσως κάτι στο νερό ή κάτι που εκλυ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=