Βουβή κραυγή

K A R I N F O S S U M 10 τέρα του ξεφυσώντας θυμωμένα. «Άσε τον σάκο. Θα βάλω μπουγάδα αργότερα». Εκείνος σταυρώνει τα γρατζουνισμένα χέρια του στο στήθος. Είναι δυνατά όπως όλο του το σώμα. Ζυγίζει κάπου εκατό κιλά χωρίς το παραμικρό ίχνος πάχους. Οι μύες έχουν μόλις χρησιμο- ποιηθεί και είναι ζεστοί. «Ηρέμησε» της λέει. «Θα το κάνω εγώ». Εκείνη δεν πιστεύει στ’ αυτιά της. Ο γιος της να πλύνει μόνος του τα ρούχα του; «Πού ήσουν;» τον ρωτά. «Δεν μπορεί να ήσουν στο γυμνα- στήριο από τις έξι ως τις έντεκα!» Ο γιος της μουρμουρίζει κάτι έχοντας γυρισμένη την πλάτη του. «Με την Ούλα. Κάναμε μπέιμπι σίτινγκ». Η γυναίκα κοιτάζει τις φαρδιές του πλάτες. Τα μαλλιά του είναι κατάξανθα και στέκονται όρθια σαν βούρτσα. Μικρές του- φίτσες βαμμένες κόκκινες μοιάζουν να έχουν πάρει φωτιά. Εκεί- νος χάνεται κατεβαίνοντας τη σκάλα του υπογείου και η μητέρα ακούει το παλιό πλυντήριο να παίρνει μπρος. Ανοίγει την τάπα του νεροχύτη και αφήνει το νερό να τρέξει χαζεύοντας έξω στην αυλή. Το σκυλί έχει ξαπλώσει με το κεφάλι ανάμεσα στα μπρο- στινά του πόδια. Το τελευταίο φως της ημέρας σβήνει. Ο γιος της έχει επιστρέψει και της είπε ότι θα κάνει ντους. «Ντους τέτοια ώρα; Μα δεν έκανες στο γυμναστήριο;» Εκείνος δεν απαντά. Σε λίγο τον ακούει στο μπάνιο, ο πλακο- στρωμένος χώρος κάνει κάτι σαν αντίλαλο. Τραγουδά. Ακούει το ντουλαπάκι με τα φάρμακα να ανοίγει. Τι ανόητο παιδί! Ψάχνει για λευκοπλάστη μάλλον. Είναι φυσική τόση βία. Άντρας είναι στο κάτω κάτω, σκέφτε- ται η μητέρα μ’ ένα χαμόγελο. Θα θυμάται για πάντα αυτή τη στιγμή. Ήταν η τελευταία φορά που η ζωή ήταν καλή.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=