Τσάι στη Σαχάρα

P A U L B O W L E S 24 Η Κιτ άνοιξε το ένα της μάτι και τον κοίταξε. Έφτασαν τα ποτά. «Είπα λοιπόν μέσα μου: ‘‘Όχι! Όχι!’’. Δεν μπορούσα να διανοηθώ καν ότι θα αντιμετώπιζα ξανά όλους αυτούς τους φόβους και τους πόνους, με κάθε λεπτομέρεια . Κι ύστερα, χωρίς λόγο, κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο τα δέντρα και άκουσα τον εαυτό μου να λέει: ‘‘Ναι!’’. Γιατί ήξερα ότι ήμουν διατεθειμένος να τα ξαναπεράσω όλα από την αρχή, μονάχα για να οσφρανθώ τον ανοιξιάτικο αέρα έτσι όπως μύριζε όταν ήμουν παιδί. Τότε όμως συνειδητοποίησα ότι ήταν πολύ αργά, γιατί την ώρα που έλεγα μέσα μου“Όχι!” είχα βάλει το χέρι μου στο στόμα και είχα σπάσει τους κο­ πτήρες μου σαν να ήταν από γύψο. Το τρένο είχε σταμα­ τήσει κι εγώ κρατούσα τα δόντια μου στην παλάμη κλαί­ γοντας. Ξέρεις, με εκείνους τους φριχτούς λυγμούς των ονείρων που σε κάνουν να τραντάζεσαι σαν σεισμός». Η Κιτ σηκώθηκε αδέξια απ’ το τραπέζι και κατευθύν­ θηκε προς μια πόρτα που έγραφε Κυρίες . Είχε βάλει τα κλάματα. «Άσ’ την» είπε ο Πορτ στον Τάνερ, που το πρόσωπό του έδειχνε ανησυχία. «Είναι εξαντλημένη. Η ζέστη την πει­ ράζει».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=