Τέσσερα διά τέσσερα

A R N E D A H L 10 κτίριο. Δεν μπορούσε να δει τι χρώμα είχε, ούτε καν από τι υλικά ήταν φτιαγμένο. Σταμάτησε για λίγο, ένιωσε την κρυάδα του πιστολιού στο στήθος του, τη ζεστασιά του τοίχου στην πλάτη. Η ανάσα του έγινε κανονική. Στον βαθμό βέβαια που υπήρχε κάτι κανονικό πια. Μια ματιά πίσω από τη γωνία. Μόλις που διέκρινε μια σκά­ λα υπογείου που φαινόταν να σταματάει σε μια πόρτα κάτω από το επίπεδο του εδάφους. Έβγαλε τον φακό, χαμήλωσε την ένταση του φωτός όσο έπαιρνε, έστρεψε τη δέσμη προς τον τοίχο του σπιτιού, μετά κάτω στο έδαφος ώστε να κάνει την ανταύγειά του αόρατη για όποιον μπορεί να στεκόταν και να παρακολουθούσε πίσω από τα σκοτεινά τζάμια των παραθυ­ ριών που βρίσκονταν λίγο πιο πάνω. Ο Μπέργερ πλησίαζε αθόρυβα ως τη σκάλα του υπογείου, κινούνταν εντελώς αθόρυβα. Προχώρησε με την ίδια προσοχή προς τα κάτω, αθόρυβα πάντα, αθόρυβα. Κι ακόμα πιο αθόρυ­ βα έσπρωξε το αηδόνι, το διαρρηκτικό εργαλείο, στην κλειδα­ ριά. Έψαξε για πείρους και ακίδες · τα βρήκε, πίεσε με περισσή προσοχή το πόμολο της πόρτας προς τα κάτω. Άνοιξε χωρίς τον παραμικρό ήχο την πόρτα. Ήταν λες και το θεοσκότεινο άνοιγμα της πόρτας έβγαλε ανά­ σα, μια ανάσα αέρα με μυρωδιά θείου που αναδιδόταν από άγνωστες τρύπες της κόλασης. Κι έπειτα η ανάσα έπαιρνε μάλλον μια μυρωδιά αντισηπτική, κλινική. Έκανε ένα βήμα προς τα μέσα, σταμάτησε, έσκυψε, το όπλο προτεταμένο, το ίδιο και ο φακός. Του πήρε εντούτοις αρκετό χρόνο για να διακρίνει έστω και το παραμικρό. Αν κάποιος είχε στήσει ενέδρα εκεί κάτω, σί­ γουρα θα ’ταν νεκρός τώρα. Είχε γίνει η μόνιμη επωδός του –έτσι το ένιωθε– το ξάφνια­ σμα ότι ήταν ακόμη ζωντανός.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=