Τέσσερα διά τέσσερα

1 Ο Σαμ Μπέργερ ήταν μόνος. Ήταν νύχτα. Ένιωσε την καλοκαιρινή ζέστη που είχαν κατακρατήσει τα τούβλα καυτή στην πλάτη του καθώς έριχνε μια ματιά πίσω από τη γωνία. Πάνω από τον θαμνοφράχτη μπόρεσε να δει, σε από­ σταση, το γειτονικό σπίτι. Μοναχικό, πάνω σ’ ένα ύψωμα, πίσω από μια συστάδα δέντρων – σκοτεινότερο κι από την ίδια τη νύχτα. Ήταν η φωτεινότερη των εποχών του χρόνου. Η νύχτα δεν διαρκούσε πάνω από καμιά δυο ώρες. Αλλά η νύχτα ήταν αυτό που χρειαζόταν. Χρειαζόταν το σκοτάδι. Γιατί στο σκοτάδι υπήρχε η αλήθεια. Ο Μπέργερ πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε. Πέρασε σκυφτός από την τρύπα που είχε εντοπίσει στον θαμνοφράχτη και συνέχισε στον ανήφορο για το ύψωμα. Σαν σίμωσε στη συ­ στάδα των δέντρων, έβγαλε το πιστόλι από τη θήκη στον ώμο. Η νύχτα αυτή του Ιούνη ήταν ασυνήθιστα σιωπηλή, όλοι οι ήχοι που άκουγε ήταν δικοί του ήχοι. Στην ερημιά το μόνο που υπήρχε ήταν η αδιαμφισβήτητη μυρωδιά καλοκαιρινής νύχτας. Διέσχισε προσεκτικά τη συστάδα δέντρων, έλεγξε τριγύρω για κάμερες ασφαλείας, δεν είδε τίποτα. Δεν υπήρχε κάτι να δει άλλωστε. Η νύχτα κάλυπτε τα πάντα. Αλλά δεν μπορούσε να βγάλει τον φακό και να τον ανάψει. Όχι ακόμη. Παρά τις δυσκολίες κατάφερε να πλησιάσει αθόρυβα το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=