Στην πρώτη γραμμή: Ένας αμερικάνος ανταποκριτής στον πόλεμο του 1897

S T E P H E N C R A N E 8 Ο πατέρας της σήκωσε το κεφάλι του και την κοίτα- ξε με το βλοσυρό του βλέμμα. «Φύγε!» της είπε με έξαψη. «Φύγε. Βγες έξω». Έμοια- ζε έτοιμος να σηκωθεί και να πετάξει έξω την επισκέπτριά του. Ήταν φανερό πως είχε διακόψει κάποια από αυτές τις καλοζυγισμένες, βαθυστόχαστες, ατελείωτες προτά- σεις του, στον ωκεανό των οποίων έπλεαν άπειρες μο- ναχικές κι αδέσποτες προθέσεις, ορφανά επίθετα και αντιμαχόμενα ουσιαστικά, προτάσεις οι οποίες είχαν πάψει πλέον να συμβολίζουν τη γλωσσική μορφή της σκέψης αλλά απέπνεαν το ιδιάζον εκείνο άρωμα των παλαιών διανοητών. «Βγες έξω» γρύλισε ο καθηγητής. «Πατέρα» ψέλλισε η κοπέλα. Είτε επειδή η σκέψη που είχε σχηματίσει εξωθήθηκε απ’ το μυαλό του από την ένταση της ίδιας του της προ- σπάθειας να τη διασώσει είτε επειδή διέκρινε κάτι δυ- σοίωνο στην έκφρασή της, ο τρόπος του άλλαξε απότο- μα και με μια νευρική, φευγαλέα ματιά στα γραπτά του άφησε την πένα του κι έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του για να ακούσει προσεκτικά. «Λοιπόν, τι συμβαίνει, παι- δί μου;» Η κοπέλα κάθισε σε μια καρέκλα κοντά στο παράθυ- ρο και κοίταξε έξω στη χιονισμένη αυλή του πανεπιστη- μίου όπου εκείνη τη στιγμή μια ομάδα φοιτητών επέ- στρεφε από το μάθημα παίζοντας χιονοπόλεμο. «Έχω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=