Η στενή πύλη

Μια μέρα, και νομίζω μάλιστα αρκετό διάστημα μετά το θά- νατο του πατέρα μου, η μητέρα μου αντικατέστησε με μια μοβ τη μαύρη κορδέλα της πρωινής της σκούφιας: «Αχ μαμά!» φώναξα, «καθόλου δεν σου πάει αυτό το χρώ- μα!». Την άλλη μέρα φορούσε πάλι τη μαύρη κορδέλα. Ήμουν ασθενικό παιδί. Αφού δεν έγινα τεμπέλης μετά τις τό- σες περιποιήσεις της μητέρας μου και της μις Άσμπερτον, η οποία έκανε το παν για να μην κουραστώ, αυτό σημαίνει πως μου άρεσε πραγματικά η δουλειά. Με το που έφτιαχνε ο και- ρός, αποφαίνονταν ότι έπρεπε να εγκαταλείψω την πόλη, ότι είχα χάσει το χρώμα μου. Κατά τα μέσα Ιουνίου, φεύγαμε για το Φονγκεζμάρ, στα περίχωρα της Χάβρης, όπου μας φιλοξε- νούσε κάθε καλοκαίρι ο θείος Μπυκολέν. Μέσα σ’ έναν κήπο ούτε πολύ μεγάλο ούτε και πολύ ωραίο, που δεν διαφέρει σε τίποτα από πολλούς άλλους νορμανδικούς κήπους, το διώροφο, άσπρο σπίτι των Μπυκολέν μοιάζει με πολλά εξοχικά του προτελευταίου αιώνα. Καμιά εικοσαριά πα- ράθυρα βλέπουν στο μπροστινό μέρος του κήπου, προς την ανατολή. Άλλα τόσα, πίσω. Στα πλάγια, δεν έχει. Τα τζάμια σχηματίζουν μικρά τετράγωνα: κάποια απ’ αυτά, που έχουν αντικατασταθεί πρόσφατα, γυαλίζουν υπερβολικά σε σύγκρι- ση με τα παλιά που φαντάζουν θαμπά και πρασινωπά. Ορι- σμένα έχουν κάποια ελαττώματα, τα οποία οι γονείς μας απο- καλούν «φυσαλίδες»: το δέντρο που κοιτάζεις μέσα απ’ αυτά γίνεται δυσανάλογα μακρύ. Ο ταχυδρόμος, όταν περνάει από μπροστά τους, αποκτάει ξαφνικά καμπούρα. [ 10 ]

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=