Σκοτεινός κήπος

59 Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Σ Κ Η Π Ο Σ οδοντωτά κομμάτια γαλάζιας πορσελάνης σκορπισμένα (εκ των υστέρων καταλαβαίνω ότι πρέπει να ήταν τα θραύσματα από το φλιτζανάκι του εσπρέσο μου, όμως εκείνη τη στιγμή το μυαλό μου δεν δούλευε, τίποτα δεν είχε νόημα ή σημασία, τα πάντα απλώς βρίσκονταν εκεί) κλικ μπουσουλάω σ’ ένα ατέλειωτο πεδίο με συντρίμμια που μετακινούνται και τρίζουν, τα γόνατά μου γλιστρούν, οι άκρες του πεδίου της όρασής μου θαμπώνουν κλικ ο διάδρομος εκτείνεται μίλια μακριά, μπεζ και καφετής, παλλόμενος. Μια τρεμουλιαστή κίνηση πέρα στο τέρμα του, κάτι λευκό… προσπαθώ να στηριχτώ στον τοίχο για να σταθώ όρθιος, τρεκλίζω προς τα εμπρός τρέμοντας λες και όλοι μου οι σύν­ δεσμοι έχουν ξεχαρβαλωθεί. Ένα απαίσιο κρώξιμο ακούγεται από κάπου, ρυθμικό και απρόσωπο. Προσπαθώ απεγνωσμένα να επιταχύνω, να απομακρυνθώ πριν μου επιτεθεί, όμως είναι αδύνατον να βγω απ’ αυτή την εφιαλτική αργή κίνηση, κι εκεί­ νο βρίσκεται ακόμη εκεί, μες στ’ αυτιά μου, πίσω απ’ την πλάτη μου, παντού γύρω μου (τώρα, φυσικά, είμαι βέβαιος ότι ήταν η ίδια μου η ανάσα, όμως εκείνη τη στιγμή κτλ. κτλ.) κλικ καφέ ξύλο, μια πόρτα. Τη γρατζουνάω, γδέρνω τα νύχια μου πάνω της, ένα βραχνό μουγκρητό που δεν μπορεί να σχη­ ματοποιηθεί σε λέξεις κλικ η φωνή ενός άντρα ρωτάει κάτι επίμονα, το πρόσωπο μιας γυναίκας παραμορφωμένο από τη φρίκη, στόμα διάπλατα ανοιχτό, ροζ καπιτονέ ρόμπα. Το ένα πόδι μου γίνεται ζελέ, η τυφλότητα επιστρέφει βρυχώμενη και χάνομαι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=