Πέρα από τα παλιά ασήμια (Μεταίχμιο Pocket)

[ 14 ] «Ο παππούς μου…» ψιθύρισε. «Ο παππούς μου, Έλσα, ήταν ο Έλμερ Αλεξάντερ Κάρτερ. Αυτός που αγάπησε η γιαγιά σου η Σεβα- στή. Αυτός που την αγάπησε και δεν την ξέχασε ποτέ…» Οι θόρυβοι όλοι από τον δρόμο θαρρείς και είχαν σβήσει και η γη είχε πάψει να γυρίζει, κι ας της ερχόταν μια ζάλη εκείνη τη στιγμή λες και έκανε χιλιάδες στροφές ο πλανήτης. «Το ξέρω» του είπε απλά και τον ξάφνιασε τόσο, που ούτε να ρωτήσει πρόλαβε πώς και από πότε. «Το ξέρω» επανέλαβε και έδει- ξε με το κεφάλι προς το σπίτι. «Πριν λίγο…εκεί μέσα άκουσαφωνές παιδικές… φωνές και ποδοβολητό στη σκάλα. Ο Μποδοσάκης θα ήταν που έτρεχε…Άκουσα και γέλια, πολλά γέλια. Α, τα παλιόπαιδα, τα παλιόπαιδα! Βρήκα…είδα και το παράθυρο της μεγάλης σάλας. Από εκείνο η Σεβαστή παρατηρούσε τον δρόμο και λαχταρούσε να δει τον αγαπημένο της να έρχεται… Άκουσα το κλικ κλοκ από τις οπλές της Ιππολύτης… το σουρφ σουρφ από τις παντούφλες της Πολυτίμης…το τακ τακαπό τις κεχριμπαρένιες χάντρες που έπεφταν η μια πάνω στην άλλη καθώς τις έπαιζε ο Μποντός, ο παππούς της Σεβαστής, της δικιάς μου γιαγιάς. Ήταν όλοι εκεί…Περιστέριαφτε- ρούγιζαν, μετάξια θρόιζαν, το αίμα του Χριστού στάλαζε πάνω στα κόκκιναμαλλιάτηςΣινασίτισσας, μπερδεύονταν τακόκκινα, ξέρεις… Ύστερα ήρθε…» Και ένα δυνατό ρίγος τάραξε το κορμί της, την έκανε να παγώνει λες και ήταν Δεκέμβρης μήνας και περπατούσε γυμνή πάνω στο χιόνι και μέσα στους αέρηδες. «Ήρθε…Μια γυναίκα στεκόταν στην κορυφή της σκάλας, έτρεμε το κεφάλι της και με ρώτησε γιατί άρα- γε άργησα…Με περίμεναν, έτσι μου είπε.“Θέλουν ναφύγουν πια… Τ’ ακούς;” μου είπε. Και μετά με μάλωσε που σ’ άφησα έξω, λέει… Μου ζήτησε… “Πες του ξένου να έρθει μέσα” μου είπε και πως το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=