Πέπλο σιωπής

S T U A R T N E V I L L E 12 την ησυχία να τον τυλίξει σαν σάβανο, την ηρεμία να ποτίσει το δέρμα του. Άλλο ένα κύμα πόνου, ξεκινούσε από το χέρι του και έφτα- νε στο μυαλό του, πιο έντονο από πριν. Προχώρα. Για όνομα του Θεού, προχώρα. Τα πόδια του υπάκουσαν. Ο χρόνος παραμορφωνόταν και γέμιζε ρωγμές. Το γκρίζο γινόταν πράσινο. Ο πολιτισμός χάθη- κε στο βάθος, έμεινε μόνο το ανώμαλο έδαφος και το σφύριγμα του ανέμου ανάμεσα στα φύλλα. Μια γυναίκα κι ένα σκυλί. Το σκυλί τον μύρισε προσπερνώ- ντας και κλαψούρισε, μύρισε τον θάνατο πάνω του. Τον δικό του θάνατο και τον θάνατο των άλλων. Ένας ποδηλάτης, ντυμένος με λίκρα και με κράνος στο κεφά- λι, γλίστρησε στην προσπάθειά του να αποφύγει τη σύγκρουση. «Να πάρει ο διάολος, κοίτα μπροστά σου» του φώναξε και έφυγε ποδηλατώντας. Ο Ρέιμοντ δεν απάντησε. Βγήκε από το χαλικόστρωτο μονοπάτι, πλησίασε στο γρασί- δι και τα αγριόχορτα στην όχθη. Τα παπούτσια του βούλιαξαν στο υγρό έδαφος, τα πόδια του πάγωσαν, το κρύο τα περόνια- ζε. Το ποτάμι κυλούσε μπροστά του, φουσκωμένο απ’ τη βροχή. «Θεέ μου, ας γίνει τώρα» είπε ο Ρέιμοντ. Η ματαιότητα της προσευχής του τον έκανε να γελάσει. Εκείνος κι ο Θεός είχαν χωρίσει τα τσανάκια τους πολλά χρόνια πριν. Έχωσε το χέρι του στην τσέπη, οι άκρες των δαχτύλων είχαν αρχίσει κιόλας να μουδιάζουν. Τα κλειδιά σκάλωσαν σε μια κλωστή. Τράβηξε πιο δυνατά και τα ελευθέρωσε. Χρειάστηκε όση δύναμη του είχε απομείνει για να τα πετάξει τρία μέτρα μακριά. Έπεσαν στο νερό χωρίς καθόλου θόρυβο. Τουλάχιστον όχι θόρυβο που θα μπορούσε να ακούσει κανείς.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=