Πέπλο σιωπής

1 Ο Ρέιμοντ Ντρου ήθελε να πεθάνει στο μονοπάτι δίπλα στο ποτάμι. Ακόμα κι αν δεν γινόταν να πεθάνει κάτω από τον ήλιο και τον γαλανό ουρανό, ήθελε να πεθάνει δίπλα στο ποτά- μι. Δεν τον ένοιαζε αν το χώμα θα ήταν μούσκεμα από τη βρο- χή όταν θα σωριαζόταν στο έδαφος. Αν μπορούσε, θα πέθαινε μες στο νερό. Τουλάχιστον έτσι θα ήταν σίγουρος. Ήταν αδιανόητο να επιβιώσει και να τον μετα- φέρουν σε κάποιο νοσοκομείο. Θα έρχονταν τότε σε επικοινωνία με την οικογένειά του, ο Θεός να την κάνει, και η αδελφή του η Άιντα θα πήγαινε στο σπίτι του. Και τι θα έβρισκε εκεί. Έπρεπε να τα είχε καταστρέψει, αλλά δεν μπορούσε, δεν ήταν τόσο δυνατός ώστε να το κάνει και να υποστεί τις συνέ- πειες. Θα ήταν πιο εύκολο να πεθάνει. Τουλάχιστον, αν πέθαι- νε, δεν θα είχε να αντιμετωπίσει αυτή τη φρικτή αποκάλυψη. Θα φανερωνόταν ο πραγματικός Ρέιμοντ Ντρου, το πλάσμα που έκρυβε κάτω από το ανθρώπινο πετσί του πάνω από έξι δεκαετίες. Ο Ρέιμοντ κλείδωσε την εξώπορτα του σπιτιού του. Τα τε- λευταία τριάντα χρόνια έμενε σε ένα τριάρι με μεσοτοιχία στην Ντέραμορ Γκάρντενς. Ένα από τα πολλά πανομοιότυπα σπίτια σε αυτό τον δρόμο, με κόκκινα τούβλα, χτισμένο στις αρχές του 1900. Από εκείνα τα σπίτια που ζευγάρια μεσοαστών και με-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=