Ο κλέφτης των ποδηλάτων

12 | LUIGI BARTOLINI μο, πίσω από το τζάμι, κι άρχισε να περιεργάζεται το ποδή­ λατο, προφανώς για να δει αν ήταν κλειδωμένο. Δεν πρό­ λαβα να πω στον μαγαζάτορα: «Περιμένετε μια στιγμή! Αυτό το κλεφτόμουτρο δεν μου αρέσει καθόλου», και ο κλέ­ φτης (ένας καχεκτικός νέος, κακοντυμένος, χωρίς γραβάτα, με ξυρισμένα μαλλιά, ξυρισμένα όπως τα ξυρίζουν στις φυ­ λακές οι μπαρμπέρηδες των φυλακών, με την ψιλή) είχε ήδη αρπάξει το ποδήλατο, το είχε καβαλήσει κι είχε αρχίσει να τρέχει. «Το ποδήλατό μου! Έκλεψαν το ποδήλατό μου!» φώναξα και βγήκα τρέχοντας από το μαγαζί, για να κυνηγήσω τον κλέφτη. Τότε πετάχτηκαν μπροστά μου δυο τρία άτομα και με σταμάτησαν. Ήταν οι «τσιλιαδόροι», που με καθησύχασαν λέγοντας ότι ο κλέφτης θα πιανόταν οπωσδήποτε. Ο ένας μάλιστα βάλθηκε να φωνάζει: «Τον έπιασαν! Τον έπιασαν!». Δεν ήταν αλήθεια. Ο κλέφτης, καβάλα στο ποδήλατο, με τη συνοδεία άλλων δυο τσιλιαδόρων, που έκαναν πως δήθεν τον κυνηγούσαν, έτρεχε προς το Κόρσο Βιτόριο Εμανουέλε. Εγώ εξακολούθησα να φωνάζω: «Πιάστε τον! Κλέφτης! Πιάστε τον!». Αλλά κανείς δεν τον έπιασε. Δυο τρεις ποδηλάτες (τσιλια­ δόροι κι αυτοί) έκαναν πως τον καταδίωκαν. Έτσι ο κόσμος, ο ποταμός των περαστικών, άφησε την ομάδα των ποδηλατών να περάσει ελεύθερα. Εγώ φώναζα με όλη μου τη δύναμη. Ένας από τους συνενόχους, ή τους τσιλιαδόρους, βάλθηκε να κυνηγάει έναν άσχετο ποδηλάτη. Τον έφτασε. Τον ανά­ γκασε να σταματήσει και τον έφερε με τα πόδια προς το μέρος μου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=