Ο διάβολος και τα σκοτεινά νερά

S T U A R T T U R T O N 14 στο λιμάνι, όπου ένα πλοίο τον περίμενε για να τον μεταφέρει στο Άμστερνταμ. «Με πληρώνεις για να σε προστατεύω» γρύλισε ο Άρεντ και σκούπισε τον σκονισμένο ιδρώτα από τα μάτια του, στην προ­ σπάθειά του να υπολογίσει πόση απόσταση τους χώριζε από την ασφάλεια. «Θα το κάνω όσο με βαστούν τα πόδια μου». Το λιμάνι ήταν πίσω από δύο τεράστιες πύλες στο τέρμα του κεντρικού βουλεβάρτου της Μπατάβιας. Μόλις αυτές οι πύλες έκλειναν πίσω τους, το πλήθος δεν θα μπορούσε πια να τους απειλήσει. Δυστυχώς, οι δύο τους βρίσκονταν στην ουρά μιας μακριάς πομπής που προχωρούσε αργά μέσα στη ζέστη. Οι πύλες του λιμανιού φαίνονταν στον Άρεντ τώρα το ίδιο μα­ κριά όσο και όταν έφυγαν από το ανήλιαγο μπουντρούμι το μεσημέρι. Μια πέτρα έπεσε με γδούπο δίπλα στα πόδια του σκονίζο­ ντας τις μπότες του. Μια άλλη εξοστρακίστηκε χτυπώντας στις αλυσίδες του Σάμι. Κάτι έμποροι είχαν φέρει τσουβάλια από δαύτες και τις χρυσοπουλούσαν. «Καταραμένη Μπατάβια» γρύλισε ο Άρεντ. «Οι καριόλη­ δες έχουν έρθει με γεμάτες τσέπες». Μια οποιαδήποτε άλλη μέρα, αυτοί οι άνθρωποι θα ψώνιζαν από τα αρτοποιεία, τα ραφεία, τα τσαγκαράδικα, τα βιβλιο­ δετεία και τα κηροπλαστεία που βρίσκονταν κατά μήκος του βουλεβάρτου. Θα χαμογελούσαν, θα γελούσαν ή θα γκρίνιαζαν για την κολασμένη ζέστη, αλλά ακόμα και η πραότερη ψυχή παραδίδεται στον διάβολο αν αλυσοδέσεις έναν άνθρωπο και τον πετάξεις βορά στο πλήθος. «Το δικό μου αίμα θέλουν» διαμαρτυρήθηκε ο Σάμι, προ­ σπαθώντας να τον σπρώξει. «Κάνε στην άκρη να γλιτώσεις. Σε ικετεύω». Ο Άρεντ χαμήλωσε το βλέμμα του και κοίταξε τον τρομο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=