Ο διάβολος και τα σκοτεινά νερά

13 1 Ο Άρεντ Χέις ούρλιαξε από τον πόνο όταν μια πέτρα τον βρήκε στη φαρδιά του πλάτη. Μια άλλη πέρασε ξυστά από το αυτί του σφυρίζοντας, ενώ μια τρίτη τον πέτυχε στο γόνατο κάνοντάς τον να παραπατήσει. Ο ανελέητος όχλος γιουχάισε, ψάχνοντας ήδη καταγής για άλλες πέτρες. Οι φύλακες της πόλης προσπαθούσαν να συγκρατήσουν αυτές τις εκατοντάδες των ανθρώπων με τα αγριεμένα μάτια και τα λυσσασμένα στόματα που ξερνούσαν βρισιές. «Καλύψου, για όνομα του Θεού» τον ικέτευσε ο Σάμι Πιπς φωνάζοντας για να ακουστεί μέσα στη φασαρία, ενώ προχω­ ρούσε σέρνοντας στον σκονισμένο δρόμο τις αλυσίδες του, που έλαμψαν στιγμιαία στο φως του ήλιου. «Μ’ εμένα τα έχουν». Ο Άρεντ ήταν δύο φορές ψηλότερος και μιάμιση φορά πιο σωματώδης από τους περισσότερους άντρες στην Μπατάβια, συμπεριλαμβανομένου και του Πιπς. Παρότι ο ίδιος δεν ήταν κρατούμενος, είχε μπει με το πελώριο σώμα του ανάμεσα στο πλήθος και στον φίλο του, ο οποίος ήταν μια σταλιά σε σχέση με αυτόν, και σχεδόν τον έκρυψε. Η «αρκούδα» και το «σπουργίτι», έτσι τους έλεγαν πριν από τη διαπόμπευση του Σάμι. Και τώρα αυτά τα παρατσού­ κλια τούς ταίριαζαν όσο ποτέ άλλοτε. Τέσσερις σωματοφύλακες τους συνόδευαν κατά τη μεταγω­ γή του Πιπς, αν και από κάποια απόσταση, φοβούμενοι μη φάνε καμιά ξώφαλτση. Τον πήγαιναν από τα μπουντρούμια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=