Ο άχρηστος Δημήτρης

O ΑΧΡΗΣΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ 17 – Σου κάνανε τίποτε, ρώτησε ο Δημήτρης. Ο Λάκης, που κατείχε την τέχνη της ανέξοδης συνδιαλ- λαγής, μπορούσε να δει και την άλλη πλευρά του πράγμα- τος. – Θα μου πεις και ποιοι δεν είναι παράξενοι. Τα βά- ζουμε τώρα και με τους ανθρώπους: Τη μια οι Κύπριοι, την άλλη οι Αιγυπτιώτες, την παράλλη οι Κεφαλλονίτες, οι οποίοι όμως είναι και φοβεροί, την άλλη οι Θεσσαλονικείς, και πάει λέγοντας. Μέχρι και ο Απόστολος Παύλος έκανε το ίδιο λάθος. Δεν λέει εις την προς Τίτον Επιστολήν ότι οι Κρητικοί είναι ματαιολόγοι και φρεναπάται, «οίτινες όλους οίκους ανατρέπουσι, διδάσκοντες α μη δει, αισχρού κέρδους χάριν; Κρήτες, αεί ψεύσται, κακά θηρία, γαστέρες αργαί». Μπορεί, δεν λέω, ίσως. Πλην όμως και Απόστολος να είσαι, δεν σου επιτρέπεται να γενικεύεις. Έτσι δεν είναι, Γιώργο μου; Έτσι κι όπως αλλιώς το ήθελε, αλλά ο Δημήτρης ση- κώθηκε να φύγει. Ο Λάκης προσπάθησε να τον κρατήσει και πριν φτάσουν στην πόρτα, όταν πείσθηκε ότι ο άλλος ήταν αποφασισμένος, έβαλε το χέρι στην τσέπη και κάτι έβγαλε. Κατάλαβα τι έβγαλε, αλλά αυτό που είδα πρώτα ήταν η έκφραση του Δημήτρη, το χαμόγελο του ανθρώπου που δέχεται ένα πράγμα, κάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα λουλούδι, και το χέρι του που σηκώνεται για να το πιάσει. Ύστερα και μόνον ύστερα είδα τον άλλο, τον Λάκη, να βγάζει και να προσφέρει αυτό που για ένα κλά- σμα δευτερολέπτου έμοιασε με λουλούδι. Σχεδόν ταυτό- χρονα κατάλαβα ότι και η δική του κίνηση έπαιξε τον ρόλο της. Από το ύψος του στήθους, όπου έφτασαν τα χέρια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=