Ο άχρηστος Δημήτρης

18 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ τους κι απ’ όπου έγινε η δoσoληψία αυτού του λουλουδιού, είχα παρασυρθεί. Από τα χέρια ανθρώπων που δεν πολυ- νοιάζονται για τους τυχόν παρόντες θεατές μιας τέτοιας δoσoληψίας, από την έκφραση, την κίνηση, τη στάση και των δυο τους. Όμως τον Λάκη τον ήξερα. Τον είχα δει να αφήνει ένα υπέρογκο φιλοδώρημα, τα τελευταία κατοστά- ρικα που είχε στην τσέπη του, στο γκαρσόνι μιας ταβέρνας όπου δεν θα ξαναπατούσε το πόδι του – σε μια ταξιθέτρια θεάτρου που ποτέ του δεν θα ξανάβλεπε ποσό μεγαλύτερο από το αντίτιμο του εισιτηρίoυ. Δεν έχει σημασία αν, μετά την παράσταση, θα ζητούσε δανεικά για να πάρει ταξί και να γυρίσει σπίτι. Τα δανεικά θα έφταναν και για το φιλο- δώρημα του ταξιτζή. Ούτε έχει σημασία ότι ήταν συνήθως αγύριστα – πώς να τολμήσουν όσοι τον περιτριγύριζαν, ιδίως οι γυναίκες που τόσο θαυμάζουν τη γενναιοδωρία, να τα ζητήσουν πίσω, κι αφού στο κάτω κάτω γεγονός είναι πως αν του τα ζητούσαν, αυτός θα τους τα έδινε; Kι αφού τον Λάκη τον ήξερα, αν εκείνον είχα δει πρώτον, η σκηνή δεν θα μου είχε κάνει τέτοια εντύπωση. «Έρχονται και θα μεί- νουν τόσο λίγο» έλεγε. «Ένα, το πολύ δύο χρόνια και μετά γυρίζουν στα σπίτια τους, παντρεύονται, κάνουν παιδιά και τελείωσε, κι ενώ εκείνα τα καημένα κρατάνε τόσο λίγο, εγώ εξακολουθώ να είμαι εδώ και αυτό δεν εξαργυρώνεται με τίποτα». Όμως πρώτα είχα δει τον Δημήτρη, κι ήταν η πρώ- τη φορά που έβλεπα να πιάνει κάποιος έτσι τέτοια λεφτά με το χέρι του. Κάθισα μέχρι που μου τέλειωσαν τα τσιγάρα. Ο ίδιος ο Λάκης δεν κάπνιζε, αλλά τσιγάρα υπήρχαν πάντοτε σπίτι του, διάφορες μάρκες και, όλα σχεδόν, μπαγιάτικα. Προ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=