Ως το τέλος του κόσμου

10 Μ Α Ι Ρ Η Μ Α Γ Ο Υ Λ Α διαφορετικό από τα άλλα κυκλαδίτικα σπίτια του νησιού, κι αφού σκαρφάλωναν στον μαντρότοιχο, πηδούσαν στον κήπο και περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να τρυ- πώσουν μέσα και ν’ αρπάξουν ό,τι προλάβουν από τα ευωδιαστά εδέσματα που μαγείρευε η οικονόμος της γηραιάς κυρίας. Έτσι συνέβη και την ημέρα που πίστε- ψαν κι οι δυο πως, άθελά τους, είχαν γίνει μάρτυρες ενός εγκλήματος. Γιατί για έγκλημα μίλησαν όταν, λίγο αργό- τερα, έφτασαν τρέχοντας στο καφενείο του Αργύρη στο λιμάνι, κλαψουρίζοντας τρομαγμένα με όσα υποστήριζαν πως είχαν δει. «Τη σκότωσε, τη σκότωσε, σας λέω. Την είδα να τη χτυπά με το γουδί στο κεφάλι» φώναζε ο μικρός, την ίδια ώρα που ο φίλος του επιβεβαίωνε τα λόγια του κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι. Το καφενεδάκι ήταν το πιο παλιό και αγαπημένο στέ- κι του απόμακρου κυκλαδίτικου νησιού και πήγαινε από πατέρα σε γιο εδώ και πολλές γενιές. Έμενε ανοιχτό χειμώνα καλοκαίρι και λειτουργούσε –από τις επτά το πρωί που ερχόταν το καράβι, όποτε το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες– ως καφενές κατά τη διάρκεια της ημέρας, ως παντοπωλείο και, όταν νύχτωνε μέχρι να κα- τεβάσει τα ρολά αργά το βράδυ, ως μαγειρειό-ταβέρνα. Όταν εκείνο το χειμωνιάτικο απόβραδο όρμησαν μέ- σα τα παιδιά αναστατωμένα, μια παρέα ναυτικών, μαζε- μένη γύρω από τη φωτιά που έκαιγε στη γωνία πάνω στην παλιά πυροστιά, κουτσόπινε το τσιπουράκι της, συζητώ- ντας με τον συνταξιούχο χωροφύλακα και τον παπα- Ενάρετο για τα προβλήματα της επικοινωνίας με τον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=