Ομήρου Ιλιάδα του Μιχάλη Γκανά

28 Περάσανε σιγά σιγά οι δώδεκα ημέρες και οι θεοί γυρίσανε στον Όλυμπο χορτάτοι και βρήκανε τη Θέτιδα στο απέραντο σαλόνι ανήσυχη να τους ρωτά αν γύρισε κι ο Δίας. Της έδειξαν πού κάθονταν και πήγε και τον βρήκε στην υψηλότερη κορφή πολύ συλλογισμένο. Λύγισε τη μεσούλα της και με τ’ αριστερό της, το ντελικάτο χέρι της, του έπιασε το γόνα κι αμέσως με το άλλο της τον άγγιξε στο γένι λίγο σαν χάδι κοριτσιού και ώριμης γυναίκας κι είχε τα μάτια της υγρά και σαν βασιλεμένα. ΘΕΤΙΔΑ: Δία πατέρα, Βασιλιά Θεών μα και ανθρώπων, αν μου αξίζει η αγάπη σου για όσα έχω κάνει μια χάρη μόνο σου ζητώ. Βόηθα τον Αχιλλέα, το πικραμένο μου παιδί, που νέος θα πεθάνει, πάνω στης νιότης τον ανθό, καθώς του ’ναι γραμμένο. Ύστερα τον πλησίασε και του ’πε επί λέξει αυτά που συμφωνήσανε με τον μονάκριβό της. Ο Δίας όσο άκουγε όλ’ έσμιγε τα φρύδια και φαίνονταν απρόθυμος να κάνει το ρουσφέτι. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, την κοίταξε στα μάτια κι ένευσε δυο και τρεις φορές με τα παχιά του φρύδια.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=