Οι άπειρες ζωές της Μέιζι Ντέι

19 στο πρόσωπό μου όλο αγωνία να μάθω τι ακριβώς μου πήραν η μαμά κι ο μπαμπάς από τα μαγαζιά. Ανοίγοντας όμως την πόρτα αυτό το χαμόγελο στρα- βώνει, τα χείλη μου ορθάνοιχτα σχηματίζουν μια σιωπη- λή κραυγή. Ο χαρούμενος χαιρετισμός σκαλώνει στον λαιμό μου καθώς αντικρίζω με τρόμο τη σκηνή εκεί έξω. Δεν υπάρχει κανένας. Κι ακόμα χειρότερα…δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε μαμά. Ούτε μπαμπάς. Ούτε τοπαρκαρισμένο αυ- τοκίνητο στο δρομάκι του γκαράζ μας. Ούτε το δρομάκι. Ούτε δρόμος. Ούτε σπίτια. Απολύτως τίποτα. Μονάχα ένας αδειανός μαύρος χώρος που εκτείνεται επ’ άπειρον. Καρφώνω τα μάτια μου στο σκοτάδι, προ- σπαθώντας να βγάλω νόημα από το αδιανόητο σκηνικό που βλέπω μπροστά μου. Είναι αδύνατον. Κλείνω την πόρτα βροντώντας την προτού εκραγεί το μυαλό μου. Αγωνίζομαι ν’ ανασάνω, στέκομαι εκεί τρεκλίζοντας, το χέρι μου κρατάει ακόμη σφιχτά το πόμολο της πόρτας, και προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Κοιτάζοντας κάτω, βλέπω μια λουρίδα στα χρώματα του ουράνιου τόξου να χρωματίζει το γυαλισμένο παρκέ – οι ηλιαχτίδες που περνάνε μέσα από το χρωματιστό γυαλί πάνω από την πόρτα δημιουργούν αυτό το εναλ- λασσόμενο χρωματιστόσχέδιο. Μαόταν άνοιξα την πόρ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=