Misterioso

1 K άτι διαπέρασε την καρδιά του χειμώνα. Κάτι που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει, αλλά σίγουρα ήταν κάτι. Μια αύρα θαλπωρής, ίσως μια αργοσάλευτη αχτίδα φωτός μέσα από το γκρίζο πάπλωμα των νεφών, ή ίσως το γε­ γονός ότι η λιμνούλα που περικύκλωνε τη θέση του στο πάρκινγκ όλον το χειμώνα ήταν μικρότερη – εκείνη τη θέση που ακόμη είχε το όνομά του. Σταμάτησε για λίγο και κοίταξε πάνω, την πρωινή συννεφιά. Η ίδια, όπως συνήθως. Βρισκόταν εκεί σαν μια προστατευτική στέγη της τράπεζας και τον καλωσόριζε. Η ίδια ηρεμία, όπως πάντα. Λίγο πιο κάτω φώλιαζε το χωριό, φαινομενικά ανέγγιχτο · οι μικρές στήλες καπνού που υψώνονταν περιδινούμενες από τη μια ή την άλλη καπνοδόχο ήταν τα μοναδικά σημάδια ζωής. Άκουγε το μονότονο κελάηδημα μιας παπαδίτσας και την είδε να βγάζει το κεφάλι της από τη φωλιά ακριβώς κάτω από τη σκεπή. Κλείδωσε την πόρτα του αυτοκινήτου και διέσχισε με δρασκελιές τα ελάχιστα μέτρα που τον χώριζαν από τη μικρή πόρτα της εισόδου του προσωπικού. Έβγαλε μια μεγάλη αρμά­ θα κλειδιά και ξεκλείδωσε τις τρεις κλειδαριές ασφαλείας τη μία μετά την άλλη. Μέσα στο υποκατάστημα μύριζε τσαγκαροδευτέρα, μια ελα­ φριά κλεισούρα Σαββατοκύριακου, την οποία η Λίσμπετ σύντο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=