Μάνη

Π Α Τ Ρ Ι Κ Λ Η Φ Ε Ρ Μ Ο Ρ 26 «Είναι ανοησίες όλα» είπε ένας. «Αυτοί οι αχαΐρευτοι οι κα­ μπίσιοι ζηλεύουν γιατί ’μαστε πιο έξυπνοι και δουλευταράδες και, πάνω απ’ όλα», έσκυψε μπρος χαμογελώντας με νόημα, «καλύτεροι στο παζάρι». «Σωστά» συμφώνησε ένας άλλος. «Οι Αναβρυτινοί είμαστε ξεφτέρια. Καλιγώνουμε τον ψύλλο». Έκλεισε το ένα μάτι και, με μια επιδέξια χειρονομία με τα ροζιασμένα του χέρια, έδειξε τούτη τη λεπτή τέχνη του σιδερά, με τα δάχτυλα του ζερβού του χεριού σαν να πιάνουν το πίσω πόδι ενός ψύλλου και μ’ εκείνα του δεξιού να καρφώνουν μ’ ένα τοσοδούλικο σφυράκι. «Μπορούμε να πετάξουμε» είπε ένας άλλος. «Να σου πουλήσουμε αέρα κοπανιστό» πρόσθεσε ένας τέταρτος. «Κοιμόμαστε με το ’να μάτι ανοιχτό» εξήγησε ένας πέμπτος. «Οι καμπίσιοι μάς ζηλεύουν γιατί παίρνουμε πιο γρήγορα στροφές» συνέχισε ο πέμπτος. «Έρχονται για μαλλί και φεύγουν κουρεμένοι!» Το κέφι ήταν γενικό, και ήρθε κι άλλο κρασί. «Είμαστε χριστιανοί σαν αυτούς, από πάντα ήμασταν». «Ναι, αλλά από πότε υπάρχει αυτό το αστείο για την εβραϊκή καταγωγή;» «Από πάντα» ήταν η περήφανη απάντηση. «Στον αιώνα τον άπαντα…» Ένας γέρος χωρικός, ο Δημήτρης, που μας είχε πάρει υπό τη σκέπη του για κείνη τη βραδιά, μας οδήγησε στο σπίτι του. Μπαλκόνια σχεδόν τόσο φαρδιά όσο τα ίδια τα σπίτια, όπου ανέβαινες απέξω από σκεπαστές διαγώνιες σκάλες πάνω σε ξύ­ λινους στύλους, εξείχαν πάνω απ’ τα δρομάκια. Σε ένα, η σύζυ­ γος του Δημήτρη έστρωσε κόκκινες κουβέρτες και παπλώματα, για να μας προστατεύουν απ’ τον βουνίσιο αέρα. Ο Δημήτρης, καπνίζοντας ένα τελευταίο τσιγάρο γερτός στην άκρη του μπαλ­ κονιού, είπε ότι πίστευε πως ίσως υπήρχε κάποια αλήθεια στην

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=