Κανείς δεν άναβε τα φώτα

Φ Ε Λ Ι Σ Μ Π Ε Ρ Τ Ο Ε Ρ Ν Α Ν Τ Ε Σ 16 διέτρεχαν με ευχαρίστηση όλη αυτή την κόκκινη υγρή έκτα- ση. Ίσως να με έβλεπε κάτω απ’ τα χαμηλωμένα βλέφαρά της, ή να σκεφτόταν ότι έτσι σιωπηλός που ήμουν απο- κλείεται να έκανα κάτι καλό, επειδή χαμήλωσε πολύ το κεφάλι και έκρυψε το πρόσωπό της. Τώρα μου επιδείκνυε τα μαλλιά της σε όλο τους το μεγαλείο· ανάμεσα σε δυο κυματιστά τσουλούφια φαινόταν λίγο δέρμα, και θυμήθη- κα μια κότα που ο αέρας τής είχε ανασηκώσει τα φτερά και φαινόταν η σάρκα της. Μου άρεσε να φαντάζομαι το κε- φάλι εκείνο σαν μια μεγάλη, ζεστή ανθρώπινη κότα· η ζεστασιά του θα ήταν ευχάριστη, και τα μαλλιά μια πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή των φτερών. Ήρθε μία από τις θείες –όχι εκείνη με τα θολωμένα μά- τια– και μας έφερε δυο ποτηράκια λικέρ. Η ανιψιά ανασή- κωσε το κεφάλι και η θεία είπε: «Να τον προσέχεις αυτόν εδώ· δεν είδες τι αλεπουδίσια μάτια έχει;» Σκέφτηκα ξανά την κότα και της αποκρίθηκα: «Κυρία μου, εδώ δεν είναι κοτέτσι!» Όταν μείναμε και πάλι μόνοι, και ενόσω δοκίμαζα το λικέρ –ήταν υπερβολικά γλυκό και μου ’φερε αναγούλα–, η ανιψιά με ρώτησε: «Δεν είχατε ποτέ περιέργεια για το μέλλον;» Είχε σουφρώσει το στόμα θαρρείς και ήθελε να το χω- ρέσει μέσα στο ποτηράκι. «Όχι, έχω μεγαλύτερη περιέργεια να μάθω τι μπορεί να συμβαίνει ετούτη ακριβώς τη στιγμή σ’ έναν άλλον άνθρω- πο, ή τι θα έκανα αν βρισκόμουν κάπου αλλού».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=