Κανείς δεν άναβε τα φώτα

Κ Α Ν Ε Ι Σ Δ Ε Ν Α Ν Α Β Ε Τ Α Φ Ω Τ Α 15 καθώς εμείς πλησιάζουμε, παραμερίζουν και μας αφήνουν να περάσουμε». Έδωσε έναν τόνο αστεϊσμού στα λόγια της, θέλοντας να καλύψει τη ρομαντική χροιά τους. Ντράπηκε και κοκκίνι- σε ικανοποιημένη. Τη μαγεία της στιγμής διέκοψε ο θη- λυπρεπής νεαρός: «Τη νύχτα όμως στο δάσος, τα δέντρα μάς επιτίθενται από παντού· ορισμένα σκύβουν μπροστά, σαν να πρόκειται να κάνουν ένα βήμα και να πέσουν πάνω μας · καμιά φορά μάλιστα μας κλείνουν τον δρόμο και μας τρομάζουν ανοι- γοκλείνοντας τα κλαριά τους». Η ανιψιά δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί: «Χριστός και Παναγία! Μα ποιος είσαι, η Χιονάτη;» Κι ενώ ακόμη γελούσαμε, μου είπε ότι ήθελε να μου κάνει μια ερώτηση και πήγαμε στο δωμάτιο όπου ήταν το βάζο με τα λουλούδια. Έγειρε πάνω από το τραπέζι, ώσπου η κόχη του βυθίστηκε στο κορμί της, και, χώνοντας τα δάχτυλα μες στα μαλλιά της, με ρώτησε: «Πέστε μου την αλήθεια: Γιατί αυτοκτονεί η γυναίκα της ιστορίας σας;» «Φοβάμαι ότι θα έπρεπε να ρωτήσετε την ίδια». «Δεν μπορείτε να τη ρωτήσετε εσείς;» «Αδύνατον, θα ήταν σαν να ρωτούσα το αποκύημα ενός ονείρου». Χαμογέλασε και χαμήλωσε τα μάτια, οπότε βρήκα την ευκαιρία να κοιτάξω ολόκληρο το στόμα της, που ήταν πολύ μεγάλο. Η κίνηση των χειλιών της, καθώς τραβιόνταν προς τα πλάγια, έμοιαζε δίχως τέλος · τα μάτια μου όμως

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=