Η ξηρασία

J A N E H A R P E R 12 του, τσουρουφλίζοντας το χέρι του παρ’ όλα αυτά. Έπειτα από σύντομο δισταγμό, άρπαξε το καπέλο του από το κάθισμα. Ήταν πλατύγυρο από σκληρό καφέ καραβόπανο και δεν ταίριαζε με το κοστούμι που φορούσε για την κηδεία. Επειδή όμως η επι­ δερμίδα του είχε τον μισό χρόνο τη γαλαζωπή απόχρωση απο­ βουτυρωμένου γάλακτος, ενώ τον υπόλοιπο μισό γέμιζε φακίδες που έμοιαζαν με αρχή κακοήθειας, ο Φαλκ ήταν έτοιμος να ρισκάρει το στιλιστικό ατόπημα. Χλωμός εκ γενετής, με κοντοκουρεμένα ανοιχτά ξανθά μαλ­ λιά και βλεφαρίδες που δεν διακρίνονταν, συχνά στη διάρκεια της τριανταεξάχρονης ζωής του είχε νιώσει ότι ο αυστραλέζικος ήλιος προσπαθούσε να του πει κάτι. Ένα μήνυμα που ήταν ευκολότερο να αγνοήσει στις σκιές των ψηλών κτιρίων της Μελ­ βούρνης απ’ ό,τι στην Κιβάρα, όπου η σκιά ήταν φευγαλέα πολυτέλεια. Ο Φαλκ έριξε μια ματιά στον δρόμο που έβγαζε από την πόλη, μετά στο ρολόι του. Η νεκρώσιμη ακολουθία, ο καφές μετά την κηδεία, μια διανυκτέρευση και είχε φύγει. Δεκαοκτώ ώρες , υπολόγισε. Ούτε λεπτό παραπάνω. Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό, δρασκέλισε την απόσταση ως το πλήθος, κρατώντας με το ένα χέρι το καπέλο του, όταν μια αιφνίδια ριπή καυτού αέρα ανέμισε τους ποδόγυρους. Μόλις βρέθηκε μέσα, η εκκλησία τού φάνηκε ακόμα μικρό­ τερη απ’ όσο τη θυμόταν. Στριμωγμένος ανάμεσα σε αγνώστους, ο Φαλκ αφέθηκε να παρασυρθεί ακόμα πιο βαθιά μέσα στο εκκλησίασμα. Πρόσεξε ένα ελεύθερο σημείο δίπλα στον τοίχο και έσπευσε, διεκδικώντας λίγο χώρο δίπλα σ’ έναν αγρότη με βαμβακερό πουκάμισο πολύ στενό στην κοιλιά. Ο άνδρας τον χαιρέτησε τυπικά μ’ ένα νεύμα και κοίταξε πάλι ίσια μπροστά του. Ο Φαλκ διέκρινε ζάρες στους αγκώνες του, εκεί όπου είχε σηκωμένα τα μανίκια μέχρι πριν από λίγο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=