Η ξηρασία

1 Α κόμα κι εκείνοι που διάβαιναν την πόρτα της εκκλησίας μόνο τη μέρα των Χριστουγέννων καταλάβαιναν ότι τα καθίσματα δεν θα επαρκούσαν για όσους θα παρακολουθούσαν τη νεκρώσιμη ακολουθία. Άνθρωποι ντυμένοι στα μαύρα και τα γκρίζα στριμώχνονταν ήδη στην είσοδο όταν έφτασε ο Άρον Φαλκ με το αυτοκίνητό του, αφήνοντας πίσω του ένα σύννεφο από σκόνη και ξερά φύλλα. Γείτονες, αποφασισμένοι να μπουν αλλά προσπαθώντας να μην το δείχνουν, σπρώχνονταν ποιος θα περάσει πρώτος, καθώς το πλήθος έμπαινε με βήμα σημειωτόν από τη διπλή πόρτα. Στην απέναντι μεριά του δρόμου τριγύριζαν οι άνθρωποι των ΜΜΕ . Ο Φαλκ παρκάρισε το τετράθυρο αμάξι του δίπλα σ’ ένα ημιφορτηγό, που είχε γνωρίσει κι αυτό καλύτερες μέρες, και έσβησε τη μηχανή. Ο κλιματισμός έτριξε και βουβάθηκε και το εσωτερικό άρχισε αμέσως να ζεσταίνεται. Επέτρεψε στον εαυτό του να παρατηρήσει προσεκτικά το πλήθος για μια στιγμή, πα­ ρότι δεν είχε χρόνο. Οδηγώντας αργά και με το ζόρι όλη την απόσταση από τη Μελβούρνη, κατάφερε να ξεχειλώσει την πε­ ντάωρη διαδρομή σε περισσότερο από έξι ώρες. Ικανοποιημένος που κανείς δεν έμοιαζε γνωστός, βγήκε από το αυτοκίνητο. Η απογευματινή ζέστη τον τύλιξε σαν κουβέρτα. Με μια γρήγορη κίνηση άνοιξε την πίσω πόρτα για να πάρει το σακάκι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=