Φτάνουν οι αδερφοί Χούντ (Κουρσάροι της περιπέτειας)

8 σε τα γκέμια και το βόδι άρχισε και πάλι να προ- χωράει ξεφυσώντας. Από τότε που ο Τζόζεφ Χουντ έφυγε για να πο- λεμήσει πριν από περίπου έναν χρόνο, οι γιοι του, ο Φρανκ και ο Τζέσε, ανέλαβαν το αγρόκτημα, μαζί με τη γυναίκα του τηΜέρεντιθ και τον αδερφό του τον Σάμιουελ Χουντ, που ήταν κουτσός από το ένα πόδι και δεν μπορούσε να καταταγεί. Το αγρόκτημά τους δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο: ένα ανεμοδαρμένο ξύλινο σπίτι, ένας αχυρώνας, μερικά ζώα κι ένα κομμάτι γης που για να το καλ- λιεργούν έπρεπε να φτύνουν αίμα. Ήταν όμως όλη τους η περιουσία και χάρη σ’ αυτήν μπορούσαν να έχουν μια αξιοπρεπή ζωή. Ώσπου ήρθε ο πόλεμος κι άλλαξε τα πάντα. Νότος εναντίον Βορρά. Αμερικανοί εναντίον Αμερικανών. Κι όλα αυτά λόγω των μαύρων που άλλοι τους ήθελαν ελεύθερους κι άλλοι προτιμούσαν να τους βλέπουν σκλάβους. Ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν. Ο Φρανκ και ο Τζέσε δεν πολυέδιναν σημασία στο θέμα των μαύρων. Ο Ελάιας, ένας από τους καλύτερους φίλους τους, είχε δέρμα μαύρο σαν κάρ- βουνο. Ήταν σκλάβος, αλλά όποτε μπορούσε τους συναντούσε για να πάνε για ψάρεμα στο ποτάμι ή για να κυνηγήσουν αγριοκούνελα στους λόφους.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=