Φωτεινή πολιτεία

Φ Ω Τ Ε Ι Ν Η Π Ο Λ Ι Τ Ε Ι Α 17 να παλέψει άλλο. Μου φάνηκε πως τα μάτια της κινούνταν νευρικά κάτω από τα κλειστά της βλέφα- ρα, όπως συμβαίνει όταν ονειρεύεται κανείς. Προ- σπαθούσα να φανταστώ τι μπορεί να έβλεπε, τι αδέ- σποτη κι άγρια ζωή μπορεί να αναπαρήγε ο εγκέφα- λός της και ευχήθηκα να γίνει καλά και να επιζήσει, λες και σε μεγάλο βαθμό η ασφάλειά μου σ’ εκείνο το μέρος εξαρτιόταν απ’ αυτό. Πήγα κοντά της και ακούμπησα το χέρι μου στο ζεστό της μουσούδι με τη σιγουριά, με την πεποίθηση σχεδόν, πως εκείνη θα με καταλάβαινε και θα έμενε κοντά μας. Δύο ώρες αργότερα η σκύλα κλαψούριζε στην αυλή του σπιτιού μας και η μικρή τής ετοίμαζε μια κατσαρόλα με ρύζι και περισσεύματα απ’ το φαγητό μας. Καθίσαμε μαζί και της είπα να σκεφτεί ένα όνομα. Εκείνη ζάρωσε τη μύτη της, παίρνοντας τη φυσική έκφραση με την οποία δραματοποιούσε κά- θε φορά την αναποφασιστικότητά της, και είπε: «Μόιρα». Κι έτσι τη λένε ακόμα, τώρα που λαγοκοι- μάται, μετά από τόσα χρόνια, λίγα βήματα πιο πέρα, μια γέρικη σκύλα ξαπλωμένη στον διάδρομο. Μόι- ρα. Αφού, ενάντια σε κάθε πρόγνωση, έχει ήδη θά- ψει τη μισή οικογένεια, ίσως να μην είναι και τόσο απίθανο να θάψει κι ολόκληρη την οικογένεια. Μό- νο τώρα καταλαβαίνω το μήνυμά της.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=