Έξι επί δύο

Ε Ξ Ι Ε Π Ι Δ Υ Ο 21 χαν απομείνει για ένα άλμα πάνω από το χαντάκι. Το λεωφο­ ρείο ήρθε, για μια στιγμή του φάνηκε ότι αντάμωσε το βλέμμα του οδηγού. Αλλά δεν έκοψε ταχύτητα. Το λεωφορείο δεν έκοψε ταχύτητα. Τίναξε το χέρι του προς την καλυμμένη με χιόνι πλευρά του λεωφορείου, το λύγισε σαν νυχοπόδαρο, σαν να ’θελε να σταματήσει όλους εκείνους τους τόνους βάρους με τη δύναμη της θέλησης και μόνο. Το λεωφορείο τον προσπέρασε βρυχώ­ μενο, δίχως ν’ αλλάξει στο ελάχιστο την ταχύτητά του. Όταν το όχημα, σε μια μόλις αισθητή στροφή του δρόμου, έδειξε τμήμα της μιας χιονισμένης πλευράς του, είδε καθαρά πέντε ακανόνιστες γραμμές χαραγμένες εκεί· τα σημάδια από τα πέντε δάχτυλά του. Περιεργάστηκε το παγωμένο δεξί χέρι του, τα ματωμένα ακροδάχτυλα, αλλά δεν αισθάνθηκε τίποτα. Απολύτως τίποτα. Έπεσε στα γόνατα. Ούτε δυνάμεις να φωνάξει δεν είχε. Το λεωφορείο που εξαφανίστηκε στο βάθος του δρόμου άφησε πίσω του ένα αδιαπέραστο σύννεφο· βρέθηκε τώρα κα­ ταμεσής σε μια απότομη θύελλα χιονόσκονης. Η οποία κατα­ κάθισε αργά, πολύ αργά. Στην άλλη μεριά της ομίχλης από χιόνι κάτι ξεκίνησε να εμφανίζεται. Κίνηση· μάλλον προς το μέρος του. Φάνηκαν τελι­ κά δύο πλάσματα, δύο μεγαλόσωμοι άντρες σε κίνηση. Ένας από αυτούς έκανε ακόμη νόημα στο λεωφορείο να φύγει, λες και ο χρόνος είχε σταματήσει εντελώς γι’ αυτόν. Ο άλλος διέσχισε τον δρόμο, σήκωσε τη σφιγμένη του γρο­ θιά και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ο Μπέργερ ήταν σίγουρος πώς ήταν ήδη αναίσθητος όταν δέχτηκε το χτύπημα. Το τελευταίο που άκουσε ήταν το χιόνι που έπεφτε αδιάκο­ πα στον κόσμο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=