Έξι επί δύο

A R N E D A H L 20 στραβοπάτημα, έκλινε προς την εντελώς αντίθετη μεριά για να μη σωριαστεί μπρούμυτα κι έπεσε τελικά προς τα πίσω, με τα πόδια του ακόμη χωμένα μέσα στο στρώμα του χιονιού. Δεν μπόρεσε να σηκωθεί, νιφάδες έπεσαν χορεύοντας πάνω στους κερατοειδείς του, έκανε τα μάτια του να κλάψουν. Όντως δεν μπόρεσε να σηκωθεί. Αναγκάστηκε να ψάξει βαθιά μέσα του για να βρει κάποιο διάπυρο σημείο θέλησης, κάποιο καλά κρυμμένο απόθεμα ενέργειας. Κάποια σπίθα συμπαγούς βιαιότητας. Σηκώθηκε όρθιος μ’ έναν βρυχηθμό, το χιόνι τινάχτηκε και ξανάπεσε βρο­ χή γύρω του, οι ρόμπες ανέμισαν κι ήταν σαν να τίναζε δυνατά τα φτερά του. Ήταν ένας εκπεσών, πλην όμως αναστημένος, άγγελος του χιονιού. Συνέχισε την ορμητική του προέλαση. Το λεωφορείο πλησία­ ζε, οι πλευρές του ήταν εντελώς καλυμμένες από το χιόνι που σήκωναν οι τροχοί και μόνο τμήματα από τα τζάμια των παρα­ θύρων ήταν ορατά. Ο οδηγός άναψε τους προβολείς, κώνοι φω­ τός πρόβαλαν μπροστά από το ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο. Ο ντιζελοκινητήρας του ακουγόταν όλο και δυνατότερα. Ο παράδοξος ήχος της ελευθερίας. Τώρα είδε τον δρόμο, φιδίσιο, βουλιαγμένο σχεδόν καταμε­ σής στη λευκοσύνη. Έτρεξε –ξαφνικά μπορούσε να τρέξει–, το χιόνι δεν τον εμπόδιζε τόσο πολύ τώρα. Είδε το λεωφορείο να πλησιάζει με ελιγμούς. Απέμεναν ακόμα δέκα μέτρα μέχρι την άκρη του δρόμου. Έπεσε στα γόνατα, σηκώθηκε ξανά. Το λεω­ φορείο δεν ήταν πολλά μέτρα μακριά τώρα. Σήκωσε τα χέρια ψηλά, τα κουνούσε σαν μανιακός. Ο οδηγός αποκλείεται να μην έβλεπε εκείνο το λευκό πλάσμα με τις φτερούγες, περιβαλλό­ μενο από μια αύρα περιδινούμενης χιονόσκονης. Συνέχισε το τρέξιμο, συνέχισε το κούνημα των χεριών, έφτα­ σε στην άκρη του δρόμου, συγκέντρωσε όσες δυνάμεις του εί

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=