Ένας μυστηριώδης Βίκινγκ (Κουρσάροι της περιπέτειας)

19 που όλοι θεωρούσαν άδεια κι έρημη μέχρι τα πέρατα του κόσμου. Ο πατέρας του του είχε διηγηθεί την ιστορία δεκάδες φορές μπροστά στη φωτιά, όταν έξω οι θύελλες λυσσομανούσαν και το χιόνι είχε φράξει τηνπόρτα του σπιτιού τους.ΟΡάγκναρ ήταν γενναίος και δίκαιος, και ο Ζιρκ μόλις τον είχε προσβάλει. «Συγχώρα με, βασιλιά μου!» μούγκρισε σαστι­ σμένος. «Δε σε κατάλαβα. Εγώ έρχομαι απ’ τους κάμπους της ανατολής. Το χωριό μου είναι το Αβ­ νάρ, ή μάλλον ήταν…» Η φωνή του ράγισε καθώς το βαρύ χέρι του βασιλιά τού σήκωνε το πιγούνι. «Κακόμοιρο παιδί» μουρμούρισε ο Ράγκναρ, κοι­ τάζοντας με τα βιολετιά του μάτια τα μαύρα μάτια του Ζιρκ. «Τα μάθαμε τα νέα. Οι άντρες μου μου είπαν ότι οι Άριοι σας επιτέθηκαν την ώρα που κοιμόσασταν. Πώς τα κατάφερες να γλιτώσεις;» «Ο πατέρας μου είχε σκάψει ένα τούνελ κάτω απ’ το σπίτι. Ήταν προνοητικός άνθρωπος. Κατά­ φερε να σώσει εμένα, αλλά όχι την υπόλοιπη οικο­ γένειά μου». Ο Ζιρκ κατάπιε τα δάκρυά του που τον εμπόδιζαν να μιλήσει, αμήχανος που κόντευε να βάλει τα κλάματα μπροστά στον βασιλιά. «Πέ­ θανε για να προστατεύσει εμάς. Τη μητέρα μου και τα δυο μου μικρά αδέρφια τα άρπαξαν. Ή τουλά­ χιστον έτσι νομίζω». «Πατέρα, αυτό το αγόρι έχει μείνει μόνο του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=