Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα

20 ΑΛΚΗ ΖΕΗ σχεδόν αμέσως μετά. Εκεί που πάει δεν σηκώνει ν’ αργήσει ούτε δευτερόλεπτο. Μπορεί να ’ναι και θάνατος. «Είσαι καλά;» Ίσως αυτό είπε πριν κλείσει την πόρτα, ίσως κάτι άλλο. Μου άγγιξε το μέτωπο, λες κι ήθελε να δει αν έχω πυρετό και μου έδωσε το αντρικό σακάκι να σκεπαστώ. Ζαρώνω και τυλίγομαι, έτσι ολόγυμνη που είμαι. Άχαρο, αγορίσιο κορμί. Δεν θέλω να το βλέπω. Πονάω παντού. Δεν μπορώ να κουνήσω. Πρέπει όμως να ντυθώ, γιατί όπου να ’ναι θα έρθουν τα παιδιά να πάρουν το υλικό. Πού να ξέρουν τα κορίτσια πως είναι η πρώτη φορά! Αν δεν ντρε- πόμουνα, θα ρωτούσα τη Νίνα, το κορίτσι του Πάνου, αν ήτανε έτσι και με κείνη. Τρέμω ολόκληρη. Ας είχα ένα τσάι του βουνού, έστω και με χαρουπόμελο. Θέλω να πάω σπίτι. Η Λίζα μού βάζει κάθε βράδυ στο παγωμένο μου κρεβάτι ένα μπουκάλι με ζεστό νερό. Η πρώτη φορά! Ανάμνηση: Μια σούστα στη ραχοκοκαλιά. μοτέρ στοπ Ο Ευγένιος τεντώνει τα χέρια του να ξεμουδιάσει. – Καλύτερα στην αγορά να ξεφορτώνω κασόνια, είναι πιο διασκεδαστικό. Η Ελένη βολεύεται στην κουκέτα κι ακουμπάει το πι- γούνι στα γόνατα. Ο Ευγένιος πάει και κάθεται πλάι της. Τα χέρια του είναι λεπτά με μακριά δάχτυλα και ροζ οβάλ νύχια. Ήθελε να γίνει χειρουργός. Ήθελε. Σταμάτησε στον δεύτερο χρόνο, γιατί τον πιάσανε. Ύστερα άρχισε τον τρί-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=