Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα

Η ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ 19 που το είχαμε για παράνομο τυπογραφείο. «Δεν ήτανε σωστό», είπε εκείνος ύ σ τ ε ρ α . «Είναι χώρος δουλειάς.» Πάγωνα. Δεν ζεστάθηκα καθόλου. Ούτε κείνη τη στιγμή. Όταν δουλεύαμε, έριχνα πάνω μου ένα αντρικό σακάκι που κάποιος το ’χε ξεχάσει. Σαν ξύλιαζαν τα χέρια μου, τα έτριβα πάνω στο σαμαροσκούτι του και μετά ακουμπού- σα ολόκληρη πάνω στην πλάτη του όπως καθότανε σκυ- φτός. Καλύτερα να φορούσε το σαμαροσκούτι και κείνη τη στιγμή. Με το σαμαροσκούτι είναι δικός μου. Είναι ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ . «Θα διώξουμε τους καταχτητές.» «Η λευτεριά θέλει θυσίες.» «Αφέντης ο λαός.» Όταν μιλάει, φέγγουνε τα σκούρα μπλε μάτια του. Τα φρύδια τα ανοιχτοκάστανα σχηματίζουν κορνίζα από πάνω. «Το είπε ο Αχιλλέας.» Δεν ήμουνα μόνο εγώ. Όλα τα παιδιά της οργάνωσης, αγόρια και κορίτσια, προφέρανε αυτή τη φράση. «Το είπε ο Αχιλ- λέας!» Και τρέχαμε όπου μας έστελνε, σαν ν’ απλώναμε φτερά. Τα κορίτσια θα νομίζουν πως α υ τ ό έχει γίνει πολ- λές φορές… Αλλιώς τη φανταζόμουνα την πρώτη φορά. Άλλες φα- ντασίες και άλλα όνειρα, όνειρα για κοριτσάκια, που, πριν τους φωνάξει κάποιος στο πλυσταριό για να βγουν να γρά- ψουν συνθήματα στους τοίχους, πηγαίνανε στο «Ρεξ», άμα το έργο ήταν κατάλληλο, τις Κυριακές το πρωί. Αλλιώς το φανταζόμουνα. Μπορεί και να ’φταιγε το ξεχαρβαλωμένο ντιβανάκι. Πετούσε μια σούστα και μου έπεφτε πάνω στη ραχοκοκαλιά. Αυτός ο πόνος είναι ο πιο δυνατός. Μυρίζει κλεισούρα και τυπογραφικό μελάνι. Ο Αχιλλέας φεύγει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=