Αόρατος

P A U L A U S T E R 10 τό του. Έτσι λοιπόν το ακέφαλο σώμα κλαίει και οδύρεται στον κάτω κόσμο ρωτώντας τον ταξιδιώτη από τη Φλωρεντία αν μπο­ ρεί να φανταστεί πόνο χειρότερο απ’ αυτόν. Όταν συστήθηκε ως Ρούντολφ Μπορν, η σκέψη μου πήγε κατευθείαν στον ποιητή. Καμία σχέση με τονΜπερτράν; ρώτησα. Α! μου απάντησε, εκείνο το δύστυχο πλάσμα που έχασε το κεφάλι του. Ίσως, αν και πολύ φοβάμαι πως κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο. Δεν έχω ντε . Πρέπει να ανήκεις στην αριστο­ κρατία για να έχεις ντε , και η πικρή αλήθεια είναι πως δεν είμαι σε καμία περίπτωση αριστοκράτης. Δεν θυμάμαι καθόλου γιατί βρέθηκα εκεί. Κάποιος πρέπει να μου ζήτησε να τον συνοδέψω, το συγκεκριμένο όμως πρό­ σωπο έχει εδώ και καιρό σβήσει από τη μνήμη μου. Δεν μπορώ ούτε καν να θυμηθώ πού ακριβώς έγινε το πάρτι –εκτός ή εντός κέντρου, σε διαμέρισμα ή σε λοφτ– ούτε τον λόγο για τον οποίο αποδέχθηκα κατ’ αρχάς την πρόσκληση, καθώς την εποχή εκεί­ νη είχα την τάση να αποφεύγω τις μεγάλες μαζώξεις· η θορυβώ­ δης φλυαρία του πλήθους μού προκαλούσε αποστροφή, και η συστολή που αισθανόμουν παρουσία αγνώστων σ’ εμένα ανθρώ­ πων αμηχανία. Εκείνη όμως τη νύχτα, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, είπα ναι κι ακολούθησα τον λησμονημένο φίλο μου στο άγνωστο εκείνο μέρος όπου με πήγε. Αυτό που θυμάμαι είναι το εξής: σε κάποια στιγμή εκείνης της βραδιάς στεκόμουν μόνος σε μια γωνιά του δωματίου. Κά­ πνιζα ένα τσιγάρο και παρατηρούσα τον κόσμο, δεκάδες νεαρά κορμιά στριμωγμένα μέσα σε εκείνο τον χώρο, κι αναρωτιόμουν, καθώς άκουγα το βουητό τους από τις κουβέντες και τα γέλια τους, τι δουλειά είχα εγώ εκεί και μήπως είχε έρθει η ώρα να φύγω. Ένα τασάκι ήταν ακουμπισμένο σε ένα καλοριφέρ αρι­ στερά μου, και καθώς γύρισα να σβήσω το τσιγάρο μου, διαπί­ στωσα ότι το γεμάτο αποτσίγαρα εκείνο σκεύος υψωνόταν προς

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=