Αόρατος

9 Του έσφιξα για πρώτη φορά το χέρι την άνοιξη του 1967. Ήμουν τότε δευτεροετής φοιτητής στο πανεπιστήμιο Κο­ λούμπια, ένα άμαθο αγόρι με λαχτάρα για βιβλία που έτρεφε την πεποίθηση (ή την αυταπάτη) πως μια μέρα θα γινόμουν αρκετά καλός ώστε να αποκαλώ τον εαυτό μου ποιητή. Καθώς διάβαζα ποίηση, είχα ήδη συναντήσει τον συνονόματό του στην κόλαση του Δάντη, έναν νεκρό άνδρα που περιφέρεται στους τελευταίους στίχους του εικοστού όγδοου canto της Κόλασης . Τον Μπερτράν ντε Μπορν, ποιητή του δωδέκατου αιώνα από την Προβηγκία, που κρατούσε το κομμένο του κεφάλι από τα μαλλιά το οποίο ταλαντευόταν μπρος πίσω σαν φανάρι – αναμ­ φίβολα μια από τις πιο γκροτέσκες εικόνες αυτού του καταλόγου παραισθήσεων και μαρτυρίων σε μέγεθος βιβλίου. Ο Δάντης υπήρξε θερμός υποστηρικτής των γραπτών του ντε Μπορν, τον καταδίκασε όμως σε αιώνια τιμωρία επειδή εξώθησε τον πρίγκι­ πα Ερρίκο να εξεγερθεί κατά του πατέρα του, Βασιλιά Ερρίκου του Β΄. Επειδή μάλιστα ο ντε Μπορν δίχασε πατέρα και γιο με­ τατρέποντάς τους σε εχθρούς, η ευρηματική τιμωρία που του επιφύλαξε ο Δάντης ήταν να χωρίσει τον ντε Μπορν από τον εαυ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=