Ανάμεσα στις πράξεις

κλεισμένο απ’ το χιόνι έναν ολόκληρο μήνα. Κι είχαν πέσει τα δέντρα. Έτσι, κάθε χρόνο, σαν έφτανε ο χειμώνας, η κυρία Σουί- διν αναχωρούσε για το Χέιστινγκς. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι. Την είχαν ξυπνήσει τα πουλιά. Πώς κελαηδούσαν! κι έκαναν επίθεση στην αυγή σαν σμάρι αγο- ριών απ’ τη χορωδία, που επιτίθεται στην τούρτα. Αναγκασμένη καθώς ήταν να τ’ ακούει, είχε πιάσει το αγαπημένο της ανάγνω- σμα –μια Συνοπτική Ιστορία – κι είχε περάσει το δίωρο μεταξύ τρεις και πέντε σκεπτόμενη τα δάση με τα ροδόδεντρα στο Πικαντίλι· τότε που ολόκληρη η ευρωπαϊκή ήπειρος, όπως καταλάβαινε, δεν χωριζόταν από τη Θάλασσα της Μάγχης, ήταν ενωμένη· κι εκεί κατοικούσαν, όπως καταλάβαινε, τέρατα με σώμα ελέφα- ντα και λαιμό φώκιας που κινούνταν με δυσκολία, υψώνονταν απειλητικά, στριφογύριζαν το κορμί τους και, όπως υπέθετε, αλυχτούσαν· ο ιγουανόδους, το μαμούθ, ο μαστόδους· από τα οποία πιθανώς, σκέφτηκε, ανοίγοντας το παράθυρο με μια από- τομη κίνηση, προερχόμαστε. Χρειάστηκαν πέντε δευτερόλεπτα σε πραγματικό χρόνο, που στο μυαλό διαρκεί πολύ περισσότερο, να ξεχωρίσει την Γκρέις, με το γαλάζιο πορσελάνινο σερβίτσιο στο δίσκο, από το σκεπα- σμένο με τομάρι τέρας που γρύλιζε κι ήταν έτοιμο, την ώρα που άνοιξε η πόρτα, να γκρεμίσει ένα ολόκληρο δέντρο στα τυλιγμέ- να με πάχνη χαμόκλαδα του προϊστορικού δάσους. Ήταν φυσι- κό ν’ αναπηδήσει, τη στιγμή που η Γκρέις ακουμπούσε κάτω το δίσκο κι έλεγε: «Καλημέρα, κυρία». «Παλαβή» την αποκαλούσε η Γκρέις, καθώς αισθανόταν στο πρόσωπό της τη μοιρασμένη ματιά, μισή προορισμένη για το τέρας στο βάλτο, μισή για την υπηρέτρια με το εμπριμέ φόρεμα και την άσπρη ποδιά. [ 22 ]

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=