Άγγελος θανάτου

Ε ίχαν σκεφτεί να συνέλθουν από τη θλίψη. Κανένας τους δεν ήταν σίγουρος ότι επρόκειτο για ένα καλό σχέδιο, αλλά δεν είχαν άλλο. Η άλλη επιλογή ήταν να ξαπλώσουν και να αργο- σβήσουν. Η Έμπα έσυρε την ξύστρα πάνω στον τοίχο. Το χρώμα αφαιρούνταν εύκολα. Είχε ήδη αρχίσει να ξεφλουδίζει για τα καλά και το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να βάλει κι αυτή το χεράκι της. Ιούλης μήνας και ο ήλιος έκαιγε, και μια τούφα μαλλιών είχε κολλήσει στο κάθιδρο μέτωπό της. Το χέρι της πονούσε, καθώς για τρίτη στη σειρά μέρα έκανε τις ίδιες μο- νότονες κινήσεις, πάνω κάτω. Αλλά της άρεσε αυτός ο σωμα- τικός πόνος. Κι όταν γινόταν εντονότερος, αμβλυνόταν για λίγο ο άλλος πόνος, της καρδιάς της. Στράφηκε και είδε τον Μόρτεν να στέκει πέρα στο γκαζόν, μπροστά στο σπίτι, και να πριονίζει σανίδες. Εκείνος φάνηκε να ένιωσε το βλέμμα της, αφού κοίταξε πάνω και σήκωσε το χέρι του να τη χαιρετήσει, σαν να ήταν κάποια γνωστή που περνούσε από τον δρόμο. Η Έμπα ένιωσε και το δικό της χέρι να κάνει την ίδια αδέξια κίνηση. Αν και είχε περάσει παραπάνω από χρόνος από τότε που η ζωή τους είχε γίνει ερείπια, ακόμη δεν ήξεραν πώς να συ- μπεριφερθούν ο ένας στον άλλο. Ξάπλωναν κάθε βράδυ πλάτη με πλάτη στο διπλό κρεβάτι, επειδή φοβούνταν πως το παρα- μικρό άγγιγμα θα προκαλούσε κάτι που δεν θα μπορούσαν να χειριστούν. Ήταν λες και η θλίψη τούς είχε κατακλύσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να μη χωράνε άλλα συναισθήματα. Ούτε αγάπη ούτε ζεστασιά ούτε συμπόνια. Η ενοχή κρεμόταν βαριά κι ανείπωτη ανάμεσά τους. Θα ήταν ευκολότερα τα πράγματα, αν μπορούσαν να την ορίσουν,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=