Αδέλφια

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ 12 κατέβεις ίσια κάτω τη Νικολαΐδου και στην παραλία θα στρίψεις αριστερά, όχι από τα σκοτεινά – απ’ τα φώτα θα πηγαίνεις κι από το πεζοδρόμιο». Ξέρω, ξέρω, της απα- ντούσα. «Ξέρεις, αλλά κάνεις πάντα του κεφαλιού σου». Μέχρι να τελειώσω το κολατσιό –ένα φλιτζάνι γάλα και μια φέτα ψωμί– εκείνη γέμιζε το καλύτερο πιάτο της πια- τοθήκης της με κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Στο κέ- ντρο της πιο μεγάλης, της πάντοτε κολλαρισμένης άσπρης πετσέτας τοποθετούσε το πιάτο. Όρθωνε ύστερα και ένω- νε τις τέσσερις γωνιές της πετσέτας σε λαβή και μου την έδινε στο χέρι. Αν δεν ήμουν υποχρεωμένος να κοιτάζω συνέχεια μπροστά για να προσέχω το πιάτο «σαν τα μά- τια μου», όπως μου ’τρωγε τ’ αυτιά η μάνα μου, κι αν μπορούσα να ρίξω μια τελευταία κλεφτή ματιά πίσω, θα την έβλεπα να στέκεται με το νυχτικό στην εξώπορτα και να με σταυρώνει. Από το σπίτι μας μέχρι το πατρικό της σπίτι μπροστά στη θάλασσα, όποια διαδρομή και να επέλεγα, μιας γεμά- της ώρας δρόμο έκανα. Στο διάβα μου συναντούσα αρκε- τά κάπως μεγαλύτερα αγόρια αλλά και μερικούς συνομή- λικους καθώς και κάνα δυο θαρραλέα κορίτσια, που ακο- λουθούσαν την ίδια ή αντίστροφη πορεία και κρατούσαν παρόμοια πεσκέσια. Νύχτα είχα ξεκινήσει και νύχτα έφτα- να, με τον ουρανό ακόμη γεμάτον αστέρια. Τη χαραυγή του 1957, την τρίτη στη συνέχεια Πρωτο- χρονιά που τους χτυπούσα την πόρτα, αντί για τον παππού μου άνοιξε η γιαγιά. Μπήκα, όπως ήξερα, με το δεξί,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=