Αδέλφια

1 Το τελευταίο ποδαρικό Το βράδυ της παραμονής, στο τραπέζι της κουζίνας μετά το φαΐ, οι τέσσερίς μας παίζαμε τριάντα ένα. Συνήθως κέρ- διζε ο πατέρας μου, κάποτε κι ο κατά τρία χρόνια μεγα- λύτερος αδελφός μου, σπάνια η μητέρα μου, σπάνια κι εγώ. Ο πατέρας μου αναγάλλιαζε. Το νέο έτος, το ερχό- μενο στρουμπουλό ροζ αγοράκι, έμοιαζε να του χαμογε- λάει κι εκείνος, που σώριαζε σε ομοιόμορφες μικρές στοί- βες τα πενηνταράκια της συντροφιάς, προσώρας μαλάκω- νε. Έβαζαν ύστερα εμάς τα παιδιά για ύπνο κι υποδεχό- ντουσαν τον καινούργιο χρόνο μόνοι τους. Ήξερα ότι λίγο μετά τα μεσάνυχτα ο πατέρας μου έβγαινε κι έκανε μια βόλτα στην αυλή και μέχρι έξω στον δρόμο. Ύστερα ξανά- μπαινε στο σπίτι, γιατί κανέναν άλλον δεν εμπιστευόταν, και μας έκανε ποδαρικό. Πέντε ώρες αργότερα άναβε το φως, μια γυμνή λάμπα ψηλά πάνω από το κεφάλι μου, και ξυπνούσα. Με σκού- νταγε η μητέρα μου, που ήταν ακόμη με το νυχτικό. Έφερ- νε μια καθαρή αλλαξιά και τα παπούτσια τα πρωτοφορε- μένα τα Χριστούγεννα και με έβιαζε να πλυθώ και να ντυθώ. Μετά καθόταν απέναντί μου στο τραπέζι. «Θα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=