Τα νέα του Χάρι Χόλε από το Μεταίχμιο - page 4

Ένα πλινκ.
Ο ήχος του ταιριάσματος στο Tinder.
O θριαμβευτικός ήχος που ακούγεται όταν κάποιος που έχεις επιλέξει, σα-
ρώνοντας τη φωτογραφία του προς τα δεξιά, επιλέγει τη
δική σου
φωτογραφία.
Το κεφάλι της Ελίζε άρχισε να γυρίζει, η καρδιά της να βροντοχτυπά.
Όλο αυτό της ήταν πολύ γνώριμο: διέγερση κι αυξημένοι καρδιακοί παλμοί
στον ήχο του ταιριάσματος στο Tinder. Η απελευθέρωση μιας σειράς ορμονών
«ευτυχίας», στις οποίες κάλλιστα θα μπορούσε να εθιστεί κανείς. Μα δεν
βροντοχτυπούσε γι’ αυτό η καρδιά της. Βροντοχτυπούσε επειδή ο ήχος δεν
είχε προέλθει από το
δικό
της τηλέφωνο.
Κι όμως · είχε ακουστεί την ίδια ακριβώς στιγμή που εκείνη είχε σαρώσει τη
φωτογραφία του άγνωστου χρήστη προς τα δεξιά. Τη φωτογραφία κάποιου
που, σύμφωνα με το Tinder, βρισκόταν σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιο-
μέτρου.
Η Ελίζε κοίταξε προς την κλειστή πόρτα του υπνοδωματίου της. Ξεροκα-
τάπιε.
Ο ήχος πρέπει να είχε προέλθει από κάποιο από τα γειτονικά διαμερίσμα-
τα. Υπήρχαν πολλοί singles στην πολυκατοικία της, άρα πολλοί εν δυνάμει
χρήστες του Tinder. Επικρατούσε παντού ησυχία τώρα, ακόμα και στον όροφο
που κάτι κορίτσια έκαναν πάρτι την ώρα που είχε ξεκινήσει να πάει στο ρα-
ντεβού της. Όμως μόνο ένας τρόπος υπάρχει να ξορκίσει κανείς τα τέρατα του
νου: αντικρίζοντάς τα.
Η Ελίζε σηκώθηκε από τον καναπέ κι έκανε τέσσερα βήματα. Στάθηκε για
λίγο μπροστά από την πόρτα του υπνοδωματίου της. Δίστασε. Της ήρθανε στο
μυαλό μια δυο υποθέσεις από τη δουλειά.
Ύστερα μάζεψε όσο κουράγιο είχε κι άνοιξε την πόρτα.
Κοντοστάθηκε στο άνοιγμα, προσπαθώντας ν’ αναπνεύσει. Σαν να μην
υπήρχε αέρας. Όχι από εκείνον που μπορείς να εισπνεύσεις, εν πάση περιπτώ-
σει. Το φως πάνω από το κρεβάτι ήταν αναμμένο. Το πρώτο πράγμα που είδε
ήταν δυο καουμπόικες μπότες που ξεχώριζαν πίσω από την άκρη του κρεβατιού.
Ένα παντελόνι τζιν κι ένα ισοθερμικό κολάν, το ένα μπατζάκι ακουμπισμένο
πάνω στ’ άλλο. Ο ξαπλωμένος άνδρας ήταν όπως στη φωτογραφία του: μισός
στο σκοτάδι, μισός φλου. Μα είχε ξεκουμπώσει το πουκάμισό του κι είχε το
στήθος του γυμνό. Και πάνω εκεί υπήρχε ζωγραφισμένο ή χτυπημένο με τα-
τουάζ ένα πρόσωπο. Αυτό ήταν που αιχμαλώτισε το βλέμμα της Ελίζε. Το
πρόσωπο που ούρλιαζε σιωπηλά. Λες κι ήταν παγιδευμένο και προσπαθούσε
να ξεφύγει. Ούτε η Ελίζε κατάφερε να ουρλιάξει. Εκείνη τη στιγμή ο ξαπλω-
μένος άνδρας γύρισε και την κοίταξε, και το φως απ’ την οθόνη του κινητού
έπεσε στο πρόσωπό του.
«Να που ξανασυναντιόμαστε, Ελίζε» ψιθύρισε.
Κι απ’ τη φωνή του η Ελίζε κατάλαβε γιατί της είχε φανεί οικεία η φωτο-
γραφία του προφίλ.
Το χρώμα των μαλλιών είχε αλλάξει. Το πρόσωπο πρέπει να είχε υποστεί
κάποια χειρουργική επέμβαση. Διακρίνονταν ακόμη οι ουλές από τα ράμματα.
Εκείνος σήκωσε το χέρι κι έβαλε κάτι μες στο στόμα του.
Η Ελίζε συνέχιζε να τον κοιτάζει ενώ άρχισε να πισωπατάει. Κι ύστερα
έκανε απότομα μεταβολή, ρούφηξε όσο αέρα χωρούσαν τα πνευμόνια της κι
ήξερε πως έπρεπε να τον χρησιμοποιή­σει για να τρέξει, όχι για να ουρλιάξει.
Μόνο πέντε έξι βήματα τη χώριζαν από την εξώπορτα. Άκουσε το κρεβάτι να
τρίζει, αλλά ο άνδρας απείχε περισσότερο απ’ την πόρτα. Αν προλάβαινε να
βγει στο κλιμακοστάσιο, θα μπορούσε να φωνάξει, να καλέσει βοήθεια. Ήταν
ήδη στον διάδρομο, είχε φτάσει την εξώπορτα, πίεζε κι έσπρωχνε την πόρτα,
μα αυτή δεν έλεγε ν’ ανοίξει τελείως. Η αλυσίδα ασφαλείας. Ξανατράβηξε την
πόρτα προς το μέρος της, έπιασε την αλυσίδα, μα όλα γίνονταν τόσο αργά, σαν
σε εφιάλτη, κι η Ελίζε κατάλαβε ότι ήταν πια πολύ αργά. Κάτι της έκλεισε το
στόμα και την τράβηξε προς τα πίσω. Απελπισμένη, τέντωσε το χέρι της προς
τη μεριά της πόρτας, πάνω από την αλυσίδα, κατάφερε να πιάσει το πλαίσιο
από την έξω μεριά, προσπάθησε να φωνάξει, όμως το τεράστιο χέρι που μύρι-
ζε νικοτίνη τής πίεζε ασφυκτικά το στόμα. Το χέρι της γλίστρησε, η πόρτα
έκλεισε και η φωνή τής ψιθύρισε στο αυτί: «Δεν σου αρέσω τελικά; Ούτε εσύ
είσαι τόσο όμορφη όσο στη φωτογραφία σου, μπέιμπι. Πρέπει απλώς να γνω-
ριστούμε καλύτερα. Την προηγούμενη φορά δεν π-προλάβαμε».
Αυτή η φωνή. Κι αυτό το τελευταίο μονό τραύλισμα. Τα είχε ξανακούσει.
Προσπάθησε να κλοτσήσει, να απελευθερωθεί, αλλά έμοιαζε σαν να ήταν πια-
σμένη σε μέγγενη. Ο άνδρας την τράβηξε μπροστά στον καθρέφτη. Ακούμπησε
το κεφάλι του στο πρόσωπό της.
«Δεν φταις εσύ που με καταδίκασαν, Ελίζε. Τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν
ατράνταχτα. Δεν ήρθα γι’ αυτό. Θα με πιστέψεις αν σου πω ότι ήταν τυχαίο;»
Ο άνδρας χαμογέλασε.
Η Ελίζε κοίταξε το στόμα του. Η οδοντοστοιχία του λες κι ήταν καμωμένη
από σίδερο, σκουρόχρωμη και σκουριασμένη, με μυτερές άκρες στην πάνω και
κάτω γνάθο, σαν παγίδα για αλεπούδες.
Ένα λεπτό τρίξιμο ακούστηκε όταν ο άνδρας άνοιξε το στόμα του: ο ήχος
κάποιου ελατηρίου.
Και τότε η Ελίζε θυμήθηκε τις λεπτομέρειες της υπόθεσης. Τις φωτογραφί-
ες από τον τόπο του εγκλήματος. Και κατάλαβε ότι σύντομα θα ήταν νεκρή.
Και τότε αυτός τη δάγκωσε.
Η Ελίζε Χέρμανσεν προσπάθησε να ουρλιάξει κάτω απ’ την παλάμη του
όταν είδε το αίμα να αναβλύζει από τον ίδιο της τον λαιμό.
Εκείνος ξανασήκωσε το κεφάλι του. Κοίταξε στον καθρέφτη. Το αίμα της
έσταζε απ’ τα φρύδια του, τη φράντζα του, έφτανε μέχρι τον λαιμό του.
«Αυτό κι αν είναι ταίριασμα, μπ-μπέιμπι» ψιθύρισε εκείνος. Και την ξανα-
δάγκωσε.
Η Ελίζε ζαλίστηκε. Εκείνος έπαψε να την κρατάει σφιχτά, δεν χρειαζόταν.
Ένα κρύο, ένα ανοίκειο σκοτάδι απλώθηκε πάνω της και μέσα της, παραλύοντάς
την. Η Ελίζε απελευθέρωσε το ένα της χέρι και το τέντωσε προς τη μεριά της
φωτογραφίας στον καθρέφτη. Προσπάθησε να την αγγίξει, τα δάχτυλά της όμως
δεν μπορούσαν πια να τη φτάσουν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ
ΔΙΨΑΣ
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ
ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
JO NESBO
Ο ροκ σταρ της σύγχρονης
αστυνομικής λογοτεχνίας
H ΣΕΙΡΑ
ΧΑΡΙ ΧΟΛΕ •
1,2,3 4
Powered by FlippingBook