Ο γιός
Ο Γ Ι Ο Σ τα ’χε σκεφτεί όλα αυτά, πόσες φορές δεν είχε ξαναπαίξει στο μυαλό του εκείνα τα δευτερόλεπτα στο πάρκο Τέγιεν, εκείνο το βράδυ; Εκατό φορές; Χίλιες; Σ’ επανάληψη· η κοπέ λα, ο Νέστωρ κι αυτός, σε πρωταγωνιστικό ρόλο, κι όλοι οι υπόλοιποι, σιωπηλοί μάρτυρες. Ακόμα και η σκύλα το είχε βουλώσει τότε. Κι όμως τώρα, που τ’ ομολογούσε πρώτη φο ρά στα φωναχτά, τώρα καταλάβαινε ότι δεν ήταν όνειρο, ότι είχε συμβεί στην πραγματικότητα. Ή, μάλλον, ήταν λες και το σώμα του το κατανοούσε για πρώτη φορά και προσπάθησε να τον κάνει ν’ αναγουλιάσει. Ο Ρόβερ πήρε μια βαθιά ανάσα από τη μύτη για να διώξει το αίσθημα ναυτίας. «Αλλά δεν μπόρεσα. Παρόλο που ήξερα ότι θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς. Εκείνοι περίμεναν, με τη σκύλα έτοιμη, κι εγώ σκεφτόμουν ότι, στη θέση της, από σφαίρα θα διάλεγα κι εγώ να πάω. Αλλά ήταν λες και η σκανδάλη ήταν από μπετόν. Δεν μπορούσα να την τραβήξω με τίποτα». Ο νεαρός φάνηκε να γνέφει ελάχιστα. Είτε προς αυτά που έλεγε ο Ρόβερ, είτε στον ρυθμό μιας μουσικής που μόνο εκεί νος άκουγε. «Ο Νέστωρ είπε ότι δεν γινόταν να περιμένουμε για πά ντα, εξάλλου ήμασταν στη μέση ενός δημόσιου πάρκου. Κι έτσι έβγαλε από τη θήκη που είχε στο πόδι του ένα μικρό, κυρτό μαχαίρι, έκανε ένα βήμα εμπρός, την έπιασε από τα μαλλιά, σήκωσε λίγο το κεφάλι της και της έσχισε τον λαιμό με τη μία. Λες και καθάριζε ψάρι. Το αίμα πετάχτηκε τρεις, πέντε φορές και ύστερα άδειασε. Αλλά ξέρεις τι μου ’χει μεί νει στο μυαλό; Η σκύλα. Πώς άρχισε να ουρλιάζει με το που πετάχτηκε το αίμα απ’ τον λαιμό της κοπέλας». Ο Ρόβερ έγειρε προς τα εμπρός πάνω στην καρέκλα του, με τους αγκώνες πάνω στα γόνατα. Έκλεισε τ’ αυτιά με τις παλάμες του. Άρχισε να ταλαντεύεται μπρος πίσω. «Κι εγώ δεν έκανα τίποτα. Απλώς καθόμουν και κοιτούσα. Τίποτα δεν έκανα, γαμώ το κέρατό μου. Τους κοιτούσα απλώς
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=