Ο γιός

J O N E S B O Η πόρτα άνοιξε και μια φωνή βρυχήθηκε: «Ρόβερ! Έξω τώρα!». O Ρόβερ γύρισε προς τη φωνή. Του δεσμοφύλακα που στε­ κόταν στο άνοιγμα της πόρτας τού έπεφτε το παντελόνι, λόγω της μεγάλης αρμαθιάς κλειδιών που κρεμόταν από τη ζώνη του, μισοκρυμμένη από την κοιλιά του, η οποία ξεχείλιζε πά­ νω από το παντελόνι του σαν φουσκωμένη ζύμη. «Η Αγιότητά Του έχει επισκέψεις. Από έναν στενό συγγενή, μπορείς να πεις». Ο αξιωματικός γέλασε χλιμιντρίζοντας και γύρισε προς το μέρος κάποιου που στεκόταν πίσω από την πόρτα. «Θα το αντέξεις, Περ;» Ο Ρόβερ έχωσε το πιστόλι και τα τσιγάρα κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού του αγοριού, σηκώθηκε και τον κοίταξε για τελευταία φορά. Ύστερα βγήκε γρήγορα έξω. Ο ιερέας της φυλακής ίσιωσε το καινούργιο του, λευκό κολά­ ρο, που ποτέ δεν έμοιαζε να κάθεται σωστά. Ένας στενός συγγενής. Θα το αντέξεις, Περ; Πόσο θα ’θελε να φτύσει το γελαστό, χοντρό και λιπαρό πρόσωπο του φύλακα! Αντ’ αυ­ τού, κατένευσε φιλικά προς τον κρατούμενο που έβγαινε από το κελί, προσποιούμενος ότι τον αναγνώριζε. Είδε τα τατουάζ στους πήχεις των χεριών του. Την Παναγία και τον καθεδρικό ναό. Αλλά όχι· είχε δει τόσα και τόσα τατουάζ και πρόσωπα τόσα χρόνια τώρα, που του ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει το ένα από το άλλο. Ο ιερέας πέρασε μέσα. Μύριζε λιβάνι. Κάτι, τέλος πάντων, που θύμιζε θυμίαμα. Ίσως και καμένη φούντα. «Καλημέρα, Σόνι». O νεαρός στο κρεβάτι δεν σήκωσε το κεφάλι του, ωστόσο κατένευσε αργά. Ο Περ Βολάν υπέθεσε ότι η παρουσία του καταγράφηκε και αναγνωρίστηκε. Kαι εγκρίθηκε. Κάθισε στην καρέκλα, νιώθοντας λίγο άβολα όταν αισθάν­ θηκε τη ζέστη από το σώμα που καθόταν εκεί προηγουμένως.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=