Η λεοπάρδαλη

J O N E S B O Η Λ Ε Ο Π Α Ρ Δ Α Λ Η 12 13 Είχαν ξεπηδήσει από την μπάλα όταν εκείνος τράβηξε το καλώδιο. «Μην αγγίξεις το καλώδιο» της είχε πει. Γιατί όχι; Τι θα συνέβαινε; Γλίστρησε στον τοίχο και κάθισε χάμω. Το τσιμεντένιο πάτω­ μα ήταν κρύο και υγρό. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά δεν μπορούσε. Ησυχία. Σιωπή. Αχ, όλα όσα έπρεπε να είχε πει στους ανθρώπους που αγα­ πούσε, αντί για τις λέξεις που είχε χρησιμοποιήσει για να γεμί­ σει τη σιωπή ανάμεσα σ’ εκείνη και σε ανθρώπους που της ήταν αδιάφοροι. Δεν υπήρχε διέξοδος. Υπήρχε μόνο εκείνη κι ο απίστευτος αυτός πόνος, το κεφάλι της που πήγαινε να σπάσει. «Μην αγγίξεις το καλώδιο». Εάν το τραβούσε, ίσως τα εξογκώματα να χώνονταν πάλι μέσα στην μπάλα κι ο πόνος να σταματούσε. Οι σκέψεις της γύριζαν στα ίδια και τα ίδια. Πόση ώρα βρι­ σκόταν εδώ μέσα; Δύο ώρες; Οχτώ ώρες; Είκοσι λεπτά; Κι αν το μόνο που χρειαζόταν ήταν να τραβήξει κανείς το καλώδιο; Γιατί δεν το είχε κάνει ήδη; Μόνο και μόνο επειδή την είχε προειδοποιήσει ένας, προφανώς, ψυχοπαθής; Ή μήπως ήταν κι αυτό μέρος του παιχνιδιού; Ένας τρόπος να την παραπλανή­ σει, ώστε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να δώσει τέλος στον ανώ­ φελο αυτό πόνο; Κι αν σκοπός του παιχνιδιού ήταν να την κάνει ν’ αψηφήσει την προειδοποίησή του και να τραβήξει το καλώδιο, προκαλώντας... προκαλώντας κάτι απόλυτα φρικιαστικό; Τι θα συνέβαινε; Τι στο καλό ήταν πια αυτή η μπάλα; Ναι, παιχνίδι ήταν. Ένα κτηνώδες παιχνίδι. Κι έπρεπε να παίξει. Ο πόνος ήταν πια ανυπόφορος, ο λαιμός της πρηζόταν ολοένα, σύντομα θα πάθαινε ασφυξία. Προσπάθησε πάλι να ουρλιάξει, αλλά η κραυγή της έγινε λυγμός κι εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια της ξανά και ξανά, χω­ ρίς να βγαίνει πια ούτε ένα δάκρυ. Κάτι έπρεπε να κάνει. Τοποθέτησε τις παλάμες της στο κάθισμα της καρέκλας, που ήταν υγρό απ’ τον ιδρώτα της, και σηκώθηκε όρθια. Κανείς δεν την σταμάτησε. Προχώρησε με μικρά βηματάκια μέχρι που έπεσε σε τοίχο. Ψηλαφώντας, βρήκε μια λεία, ψυχρή επιφάνεια. Η μεταλλική πόρτα. Τράβηξε το μάνταλο. Δεν μετακινήθηκε. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Φυσικά κι ήταν κλειδωμένη. Τι είχε φανταστεί, δη­ λαδή; Κι αυτό που μόλις ακούστηκε τι ήταν, γέλιο; Ή μήπως ήταν όλα στο μυαλό της; Πού βρισκόταν αυτός; Γιατί έπαιζε μαζί της με τέτοιον τρόπο; Κάνε κάτι. Σκέψου. Μα για να σκεφτεί έπρεπε πρώτα να απαλλαγεί από αυτή τη μεταλλική μπάλα, πριν αποτρελαθεί τελείως από τον πόνο. Έφερε τον αντίχειρα και τον δείκτη στις άκρες του στόματός της. Ψηλάφησε τα στρογγυλά εξογκώματα. Προσπάθησε να χώσει τα δάχτυλά της κάτω από ένα. Μάταια. Ξαφνικά την έπιασε ένας οξύς βήχας και κυριεύτηκε από πανικό όταν κατάλαβε πως δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Συνειδητο­ ποίησε ότι τα εξογκώματα είχαν κάνει τη σάρκα γύρω από τον λάρυγγά της να πρηστεί κι ότι σύντομα κινδύνευε να πάθει ασφυξία. Κλότσησε τη μεταλλική πόρτα, προσπάθησε να ουρ­ λιάξει, μα η μπάλα έπνιξε τις κραυγές της. Τα παράτησε ξανά. Ακούμπησε στον τοίχο. Αφουγκράστηκε. Τι ήταν αυτοί οι ήχοι; Το κουρασμένο του βάδισμα; Στριφογυρνούσε άραγε μες στο δωμάτιο, παίζοντας την τυφλόμυγα; Ή μήπως ήταν το αίμα που παλλόταν στα μηνίγγια της; Μάζεψε όσο κουράγιο μπορούσε και προσπάθησε να κλείσει το στόμα της, αγνοώντας τον πόνο. Τα εξογκώματα υποχώρησαν λίγο κι ύστερα ξεπήδησαν και πά­ λι με δύναμη, πιέζοντας το στόμα της ακόμα περισσότερο. Η μπάλα έμοιαζε τώρα να πάλλεται, λες κι είχε γίνει μια σιδερένια καρδιά, ένα μέρος του σώματός της. Κάνε κάτι. Σκέψου. Ελατήρια. Τα εξογκώματα ενεργοποιούνταν με ελατήρια.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=