Η λεοπάρδαλη

J O N E S B O Η Λ Ε Ο Π Α Ρ Δ Α Λ Η 10 11 απέξω το κόκκινο καλώδιο. Το μέταλλο είχε γεύση πικρή και αλμυρή, σαν δάκρυα. Μετά εκείνος είχε τραβήξει το κεφάλι της προς τα πίσω και το ατσάλι τής είχε κάψει το δέρμα, καθώς η λάμα του μαχαιριού ακούμπησε, επίπεδη, στον λαιμό της. Το ταβάνι και το δωμάτιο φωτίζονταν από έναν φακό τοποθετημένο σε μια γωνιά και στηριγμένο στον τοίχο. Γυμνό, γκρίζο μπετόν. Εκτός από τη λάμπα, στο δωμάτιο υπήρχαν ένα άσπρο, πλαστικό πτυσσόμενο τραπέζι, δυο καρέκλες, δυο άδεια μπουκάλια μπί­ ρας και δυο άνθρωποι. Αυτός κι εκείνη. Μια μυρωδιά από δερ­ μάτινο γάντι έφτασε ως τα ρουθούνια της καθώς ένα δάχτυλο τράβηξε την κόκκινη θηλιά που κρεμόταν έξω από το στόμα της. Και την επόμενη στιγμή, ένιωσε το κεφάλι της να εκρήγνυται. Η μπάλα είχε διασταλεί και είχε σφηνώσει στο στόμα της, πιέζοντάς το από μέσα προς τα έξω. Αλλά όσο κι αν άνοιγε εκείνη τα σαγόνια της, η πίεση παρέμενε αναλλοίωτη. Αυτός την παρατηρούσε προσηλωμένος, μ’ ένα ύφος που φανέρωνε μεγάλη προσοχή, σαν οδοντίατρος που εξετάζει αν τα σιδεράκια που τοποθέτησε κάθονταν σωστά πάνω στα δόντια. Ένα μικρό χαμό­ γελο ικανοποίησης. Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της, μπορούσε να νιώσει κυκλι­ κά εξογκώματα γύρω από τις οπές της μπάλας· αυτά ήταν που πίεζαν τόσο έντονα τον ουρανίσκο της, τη μαλακή σάρκα της γλώσσας της, τα δόντια και τη σταφυλή της. Κάτι είχε προσπα­ θήσει να πει. Αυτός άκουσε με ιδιαίτερη υπομονή τα ακατάλη­ πτα μουγκρητά της, κι όταν εκείνη σταμάτησε πια, παραδομένη, έγνεψε με το κεφάλι του με κατανόηση κι έβγαλε από κάπου μια σύριγγα. Η σταγόνα στην άκρη της βελόνας έλαμψε στο φως του φακού. Ένας ψίθυρος στο αυτί της: «Μην αγγίξεις το καλώδιο». Κι ύστερα την είχε τρυπήσει στον λαιμό. Μέσα σε δευτερό­ λεπτα, εκείνη λιποθύμησε. Μες στο βαθύ σκοτάδι, ο ήχος της τρομοκρατημένης της ανα­ πνοής. Ανοιγόκλεισε ξανά τα μάτια της. ύστερα κουλουριάστηκε προσπαθώντας να γίνει μικρούλα, να κρυφτεί. Μάταια. Πόση ώρα ήταν αναίσθητη; Η επήρεια του ναρκωτικού πέρασε. Η αίσθηση που ένιωσε κράτησε μόνο ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Ήταν όμως υπε­ ραρκετή για να της δώσει την πρώτη γεύση, την υπόσχεση. Την υπόσχεση του τι την περίμενε. Το ξένο σώμα που είχε τοποθετηθεί στο τραπέζι εμπρός της είχε το μέγεθος μιας μπάλας του μπιλιάρδου κι ήταν κατασκευασμένο από στιλπνό μέταλλο. Ήταν γεμάτο μικρές τρύπες, φιγούρες και σύμβολα. Από μία τρύπα εξείχε ένα κόκκινο καλώδιο που κατέ­ ληγε σε θηλιά, και της είχε φέρει αμέσως στον νου το χριστουγεν­ νιάτικο δέντρο που θα στόλιζαν στο πατρικό της στις 23 του Δε­ κέμβρη, σε εφτά μέρες από σήμερα. Τις γυαλιστερές μπάλες, τους καλικάντζαρους, τις καρδιές, τα κεριά και τις νορβηγικές σημαίες. Σε οχτώ μέρες θα τραγουδούσαν τα κάλαντα των Χριστουγέννων κι εκείνη θα χάζευε τα μάτια των ανιψιών της που θα σπιθοβο­ λούσαν καθώς θα άνοιγαν τα δώρα τους. Όλα εκείνα τα πράγμα­ τα που θα ’πρεπε να είχε κάνει αλλιώς. Όλες τις μέρες που θα ’πρεπε να είχε ρουφήξει μέχρι το μεδούλι, να τις έχει ζήσει πιο αυθεντικά, να τις έχει γεμίσει με ευτυχία, ανάσες και αγάπη. Τα μέρη όπου είχε ταξιδέψει, τα μέρη που ήθελε ακόμη να επισκε­ φτεί. Τους άντρες που είχε γνωρίσει, τον άντρα που δεν είχε γνωρίσει ακόμη. Το έμβρυο που είχε ρίξει όταν ήταν μόλις δεκα­ εφτά χρονών, τα παιδιά που δεν είχε ακόμη γεννήσει. Τις μέρες που είχε χαραμίσει για τις μέρες που νόμιζε ότι θα ’ρχονταν. Κι ύστερα είχε πάψει να σκέφτεται οτιδήποτε εκτός από το μαχαίρι που κράδαινε εκείνος μπροστά της. Και τη μειλίχια φω­ νή που της είχε πει να τοποθετήσει την μπάλα στο στόμα της. Το είχε κάνει, φυσικά και το είχε κάνει. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει κι εκείνη είχε ανοίξει το στόμα της όσο πιο πολύ μπορού­ σε και είχε σπρώξει μέσα την μπάλα, αφήνοντας να κρέμεται

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=