Η λεοπάρδαλη

Η Λ Ε Ο Π Α Ρ Δ Α Λ Η 47 46 βούλιο. Έτσι τουλάχιστον δικαιολογούνταν στον ίδιο της τον εαυτό. Η άλλη εξήγηση, αυτή που έδινε ο διευθυντής της εφημε­ ρίδας Finmark Dagblad –ότι ήταν μια πολιτικός δίχως εκτόπι­ σμα– δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα κακόηθες αστείο για την εμφάνισή της. Εντούτοις, ο διευθυντής δεν απέκλειε το γε­ γονός να γινόταν κάποτε μέλος μιας κυβέρνησης Εργατικών, αφού πληρούσε ουσιαστικά σχεδόν όλες τις προϋποθέσεις: δεν είχε σπουδάσει, δεν ήταν άντρας και δεν ήταν από το Όσλο. Ε λοιπόν, μπορεί και να είχε δίκιο ο διευθυντής: το δυνατό της σημείο δεν ήταν τα μεγάλα πνευματικά οικοδομήματα. Ήταν όμως «παιδί του λαού» κι αφουγκραζόταν τη φωνή των καθη­ μερινών ανθρώπων. Αυτήν μετέφερε κι εδώ πέρα, ανάμεσα σε όλους αυτούς τους εγωκεντρικούς κι αυτάρεσκους ψηφοφόρους της πρωτεύουσας. Γιατί η Μάριτ Ούλσεν έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους. Αυτό ήταν το πραγματικό της προσόν, αυτό την είχε φέρει ως εδώ. Η γλωσσική της δεξιότητα και το πνεύμα της –που οι ντόπιοι εδώ κάτω χαρακτήριζαν «βόρειο» και «τρα­ χύ»– είχαν κάνει πάταγο στις λιγοστές δημόσιες συζητήσεις στις οποίες της είχε επιτραπεί να συμμετάσχει. Ζήτημα χρόνου ήταν να την προσέξουν. Εφόσον φυσικά κατάφερνε να χάσει τα πε­ ριττά κιλά. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν πως οι ψηφοφόροι εμπι­ στεύονταν λιγότερο τους παχύσαρκους δημόσιους λειτουργούς: υποσυνείδητα θεωρούσαν ότι στερούνταν αυτοσυγκράτησης. Η Μάριτ Ούλσεν έφτασε σε μια ανηφόρα. Έσφιξε τα δόντια και μείωσε την ταχύτητά της ουσιαστικά σε βάδην. Δυναμικό βάδην. Ναι, αυτό ήταν. Η πορεία προς την εξουσία. Όσο το βά­ ρος της μειωνόταν, τόσο μεγάλωναν οι πιθανότητες να εκλεγεί. Άκουσε τα χαλίκια να τρίζουν πίσω της. Η πλάτη της, αυτο­ μάτως, σφίχτηκε. Οι σφυγμοί της αυξήθηκαν. Ήταν ο ίδιος ήχος που είχε ακούσει τρεις μέρες πιο πριν. Και δυο μέρες ακόμα πιο πριν. Και τις δύο φορές, κάποιος έτρεχε κοντά της για ένα δυο λεπτά. Ύστερα ο ήχος χάθηκε. Την προηγούμενη φορά, η Μάριτ είχε γυρίσει το κεφάλι της κι είχε δει μια μαύρη φόρμα και μια 5 ΤΟ ΠΑΡΚΟ Σ τη Μάριτ Ούλσεν άρεσε να πηγαίνει για σκι στο βουνό. Αλ­ λά σιχαινόταν το τζόγκινγκ. Σιχαινόταν το παγωμένο λαχά­ νιασμα ύστερα από εκατό μόνο μέτρα, τις δονήσεις που προξε­ νούνταν στο σώμα της κάθε φορά που πατούσε στο χώμα, τα ελαφρώς σαστισμένα βλέμματα των περαστικών και τις εικόνες που ξυπνούσαν στο μυαλό της όταν έβλεπε τον εαυτό της με τα μάτια τους: μια γυναίκα με τρεμάμενο διπλοπίγουνο και με παχάκια που αναπηδούσαν μες στην τσιτωμένη της φόρμα, με το στόμα ανοιχτό, ανήμπορο, σαν ψάρι έξω απ’ το νερό· την ίδια έκφραση που είχε παρατηρήσει κι εκείνη σε άλλους παχύσαρ­ κους ανθρώπους που γυμνάζονταν. Αυτός ήταν κι ένας απ’ τους λόγους που έτρεχε στο πάρκο του Φρόγκνερ τρεις φορές την εβδομάδα, αλλά μόνο στις δέκα η ώρα το βράδυ, όταν το πάρκο ήταν σχεδόν άδειο. Όσοι βρίσκονταν ακόμη εκεί, ίσα ίσα που ξεχώριζαν τη σιλουέτα που αγκομαχούσε μες στο σκοτάδι, ανά­ μεσα στις λιγοστές λάμπες που φώτιζαν τα μονοπάτια του με­ γαλύτερου πάρκου του Όσλο. Κι απ’ όσους την έβλεπαν, ελάχι­ στοι αναγνώριζαν τη βουλευτή του Εργατικού Κόμματος από το Φίνμαρκ. Λάθος. Σβήστε το «αναγνώριζαν»: ούτως ή άλλως, ελάχιστοι άνθρωποι είχαν δει τη Μάριτ Ούλσεν. Όταν έβγαζε κάποιον λόγο –εκπροσωπώντας συνήθως την περιοχή της– δεν προκαλούσε τα φώτα της δημοσιότητας όπως έκαναν άλλοι, πε­ ρισσότερο φωτογενείς, συνάδελφοί της. Επιπλέον, δεν είχε κάνει την παραμικρή στραβοτιμονιά στις δύο θητείες της στο Κοινο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=