Η λεοπάρδαλη
9 1 Ο ΠΝΙΓΜΌΣ Ξ ύπνησε. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Σκοτάδι πίσσα. Χα σμουρήθηκε κι ανέπνευσε τον αέρα από τη μύτη. Ανοιγό κλεισε ξανά τα μάτια της. Ένιωσε ένα δάκρυ να κυλά στο πρό σωπό της, να λιώνει το αλάτι από δάκρυα προηγούμενα. Στον λαιμό της όμως δεν κυλούσε πια σάλιο: το στόμα της ήταν ξερό, σκληρό. Τα μάγουλά της ήταν φουσκωμένα, από κάποιου είδους εσωτερική πίεση, από το ξένο σώμα που είχε μες στο στόμα της. Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει. Τι είχε μες στο στόμα της; Τι; Όταν ξύπνησε, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν ότι ήθελε να επιστρέψει στα σκοτεινά, ζεστά βάθη που την είχαν τυλίξει πρωτύτερα. Η επήρεια της ένεσης δεν είχε περάσει ακόμη, αλλά εκείνη το ’ξερε: ήξερε πως την περίμενε ο πόνος, τον ένιωθε να πλησιάζει σιγά σιγά, με κάθε σφυγμό, με τη σπασμωδική ροή του αίματος στον εγκέφαλό της. Πού βρισκόταν αυτός ο άντρας; Να στεκόταν άραγε πίσω της; Κράτησε την ανάσα της κι αφου γκράστηκε. Δεν μπορούσε ν’ ακούσει τίποτα, ένιωθε όμως μια παρουσία. Σαν την παρουσία μιας λεοπάρδαλης. Κάποιος της είχε πει κάποτε ότι οι λεοπαρδάλεις μπορούν να γλιστρήσουν αθόρυβα μες στο σκοτάδι και να βρεθούν ακριβώς πίσω από το θύμα τους. Να ρυθμίσουν την αναπνοή τους ώστε ν’ ακολουθεί τον ρυθμό της ανάσας του θύματός τους. Ένιωθε τη θέρμη του κορμιού του, ήταν βέβαιη. Τι περίμενε λοιπόν; Εξέπνευσε άλλη μια φορά. Και νόμισε ότι ένιωσε μια ανάσα στον αυχένα της. Γύρισε απότομα και γρονθοκόπησε στα τυφλά, στο κενό. Κι
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=