Η λεοπάρδαλη
J O N E S B O Η Λ Ε Ο Π Α Ρ Δ Α Λ Η 42 43 Δεν τολμούσε ακόμη να σηκώσει το βλέμμα της. Ντρεπόταν. Περίμενε. Πίσω από τον πάγκο του Λι Γιουάν ακουγόταν το σφυροκόπημα από τα καντονέζικα της τηλεόρασης. Κατάπιε και περίμενε. Έπρεπε να κοιμηθεί, σύντομα. «Πότε φεύγει το αεροπλάνο;» «Στις οχτώ» απάντησε εκείνη. «Θα περάσω να σε πάρω σε τρεις ώρες από την έξοδο, εδώ». «Άσε, θα έρθω μόνος μου. Έχω να τακτοποιήσω πρώτα ένα δυο πραγματάκια». Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της, με την παλάμη προς τα επάνω. Εκείνη τον κοίταξε ερωτηματικά. «Και για να το κάνω, χρειάζομαι το διαβατήριό μου. Κι εσύ κάτι πρέπει να φας. Να βάλεις και λίγο κρέας πάνω στα κοκα λάκια σου» της είπε. Η Κάγια δίστασε. Κι ύστερα του έδωσε διαβατήριο και εισι τήριο. «Σ’ εμπιστεύομαι» του είπε. Την κοίταξε ανέκφραστα. Κι εξαφανίστηκε. Το ρολόι πάνω από τη θύρα C4 στο αεροδρόμιο του Τσεκ Λαπ Κοκ έδειχνε οχτώ παρά τέταρτο και η Κάγια είχε πια παραιτη θεί. Φυσικά και δεν θα ερχόταν. Όταν πληγώνονται, άνθρωποι και ζώα ενστικτωδώς κρύβονται. Κι ο Χάρι Χόλε είχε σαφώς πληγω θεί. Η αναφορά στην υπόθεση του Χιονάνθρωπου περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια τις δολοφονίες των θυμάτων. Αλλά ο Γκούναρ Χάγκεν τής είχε εξηγήσει και ό,τι είχε παραληφθεί: το πώς η πρώην σύντροφος του Χάρι Χόλε, η Ράκελ, κι ο γιος της Όλεγκ, είχαν καταλήξει στα νύχια του παρανοϊκού δολοφόνου. Πώς το είχαν σκάσει από τη χώρα με το που έληξε η υπόθεση. Και πώς ο Χάρι είχε υποβάλει την παραίτησή του και είχε εξαφανιστεί. Ήταν πολύ πιο πληγωμένος απ’ όσο είχε φανταστεί η Κάγια. Η Κάγια είχε ήδη δείξει την κάρτα επιβίβασης και κατευθυ είμαστε πιο συγκεκριμένοι, ότι τα είχε όλα γραμμένα στ’ αρχί δια του. «Περίμενε!» Η Κάγια άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε από μέσα ένα μικρό, κόκκινο σημειωματάριο. Του το έδειξε και πα ρατήρησε την αντίδρασή του. Είδε την έκπληξη να απλώνεται στο πρόσωπό του καθώς το ξεφύλλιζε. «Τι σκατά; Μοιάζει ακριβώς με το διαβατήριό μου». «Είναι το διαβατήριό σου». «Αμφιβάλλω αν το Ανθρωποκτονιών διαθέτει τον προϋπολο γισμό για κάτι τέτοιο». «Τα χρέη σου έχουν πέσει» είπε ψέματα η Κάγια. «Μου έκαναν έκπτωση». «Εύχομαι πραγματικά να σου έκαναν, γιατί δεν έχω καμία πρόθεση να επιστρέψω στο Όσλο». Η Κάγια τον κάρφωσε με το βλέμμα της. Γεμάτη αγωνία. Δεν γινόταν αλλιώς: έπρεπε να παίξει και το τελευταίο της χαρτί, αυτό που ο Γκούναρ Χάγκεν τής είχε πει ν’ αφήσει για το τέλος, αν ο παλιομπάσταρδος αποδεικνυόταν ισχυρογνώμων. «Υπάρχει και κάτι ακόμα» είπε η Κάγια, προετοιμάζοντας τον εαυτό της. Το ένα φρύδι του Χάρι σηκώθηκε ψηλά. Ίσως και κάτι να έπιασε στον τόνο της φωνής της. «Ο πατέρας σου, Χάρι». Η Κάγια συνειδητοποίησε ότι ενστι κτωδώς είχε χρησιμοποιήσει το μικρό του όνομα. Έπεισε τον εαυτό της ότι το έκανε με ειλικρίνεια, όχι μόνο για εφέ. «Ο πατέρας μου;» απάντησε εκείνος, λες κι ένιωθε έκπληξη που μάθαινε ότι δεν ήταν ορφανός. «Ναι. Επικοινωνήσαμε μαζί του για να μάθουμε πού βρισκό σουν. Για να μην τα πολυλογώ, είναι άρρωστος». Κατέβασε το βλέμμα της στο τραπέζι. Τον άκουσε να ξεφυσάει. Η υπνηλία είχε επιστρέψει στον τόνο της φωνής του. «Πολύ άρρωστος;» «Ναι. Και λυπάμαι που το μαθαίνεις από μένα».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=